Το τραγούδι απ’ τα κοτσύφια.

Από την πρώτη του Μαγιού τα δάση των Αγράφων αντηχούν με τα τραγούδια των κοτσύφων, τρίλιες με τόσο υπνωτική μελωδία που λέγεται πως παλιότερα οι ταξιδιώτες βούλωναν με κερί τ’ αυτιά απ’ τα μουλάρια τους έτσι ώστε αυτά να μην ξεστρατίσουν.

Κουρελού.

Σηκώνοντας έτσι το στρώμα του κρεβατιού είδα με την άκρη του ματιού μου κάτι μαγικό, σαν από παραμύθι, ένα ουράνιο τόξο ζούσε κάτω από το στρώμα που μέχρι τότε αγνοούσα πως μοιραζόμαστε μαζί το μικρό ξύλινο κρεβατάκι της γιαγιάς ! Ίσως για αυτό ο ύπνος στο χωριό ήταν πάντοτε πιο γλυκός. Ήταν μια κουρελού….

Πετρίλια Αργιθέας: το φίλεμα.

Το φίλεμα κρύβει έντονα μέσα το στοιχείο της φιλοξενίας. Τα σπίτια στην Αργιθέα πάντα είναι ανοιχτά για τον κόσμο. Ένα «έθιμο», ένα ωραίο συναίσθημα, που προσπαθεί να μεταφερθεί από γενιά σε γενιά. Του Χρήστου Σβεντζούρη.

Στην Καράβα, 2.184μ., Αγράφων Αργιθέας.

Καράβα, ύψους 2.184μ. το ψηλότερο βουνό στα βόρεια Άγραφα. Σ’ αυτό προσάραξε σύμφωνα με την τοπική λαϊκή παράδοση το καράβι (η κιβωτός) του Νώε την εποχή του βιβλικού κατακλυσμού, που προκάλεσε την διάνοιξη των στενών στο τέρμα της Θεσσαλικής πεδιάδας, τα Τέμπη.

Ορεινοί φάροι.

Ξεκινήσαμε νωρίς για τα βουνά, με την ομίχλη να ‘χει απλωθεί αποβραδίς στον κάμπο. Γέρικα σύννεφα, με μάτια γεμάτα καταρράκτη, είχαν κατέβει και πάσχιζαν να διακρίνουν τις κοίτες απ’ τα παλιά ποτάμια, ν’ ανακαλύψουν τα μυστικά που κρύβουν οι αυλές των χωριών, τα αραχνιασμένα υπόγεια της Καρδίτσας.

Αέρας – Αφεντικό – μέρος 2ο

Όσοι ζούσαν εκείνα τα χρόνια στα χωριά της Αργιθέας δεν είχαν ματαδεί αντάρα τέτοια. Είχε φτάσει η πιο μεγάλη νύχτα. Η νύχτα της πάλης του Αέρα με το Αφεντικό. Το Αφεντικό καταπατούσε την πολυπόθητη κορφή κι ένοιωθε, μαζί με τη βροχή, να μεγαλώνει και η δύναμή του.

Ήταν Άγραφα.

Ωραία που ήτανε εκεί ψηλά στα βουνά. Κορφές καραφλές και απέραντα ελατόδασα. «Αυτό το τοπίο δεν θα το ξαναδείς.» μου είπε ο φίλος μου μόλις κάτσαμε να αγναντέψουμε, λίγο πριν την κορυφή. Ένα μέρος απόκοσμο που απειλείται από ανεμογεννήτριες. Ένα μέρος άγραφο, άσπιλο, απάτητο, απόκοσμο.

Βρε περιπτεράκι.

Πόσα χιόνια βροχές και αέρηδες έχεις ζήσει ρε περιπτερακι;! Είδες το χωριό να ξενιτευεται, να ερημώνει, να ξαναγεμίζει φωνές και παιδιά μονο το καλοκαιράκι. Καποτε ήσουν ανοιχτό, θυμάμαι τον παππού να με στέλνει για τσιγάρα, όταν ερχόμουν στο χωριό. Τα γεροντάκια να αράζουν σε ένα ξύλινο τραπέζι πλάι σου.

Ανεμογεννητριών ιστορίες.

Μετά, ο τόπος των ανθρώπων άλλαξε, γέμισε άνεμο-γίγαντες, που ανεξέλεγκτα διαφέντευαν τα βουνά και οι άνθρωποι, που στην αρχή τα καλοδέχτηκαν, γρήγορα έγιναν δούλοι τους. Στο τέλος, με την φθορά που επήλθε στο περιβάλλον, τίποτα δεν ήταν πια ίδιο, δεν ήταν φυσικό, όπως πριν!

Ανεμογεννήτριες στην Ευρυτανία.

Εγώ κοιτάζω πίσω όταν θέλω να πάω μπροστά. Πίσω είναι τα βουνά, είναι οι ρίζες μας. Εμείς υπάρχουμε γιατί αυτά στέκουν εκεί, στέρεα. Από αυτά ξεκινάω και στις κορφές τους θέλω να φτάσω. Η προσέγγιση αυτή, που προέρχεται από μέσα μου, είναι αυτή που με κάνει Άνθρωπο. Γράφει ο Τάκης Ντάσιος.

Ο Γύπας.

Ο τελευταίος σε αυτή την κορυφή. Είχα μείνει μόνος από τότε που ο γιός μου μία μέρα εξαφανίστηκε. Γιατί; Δεν ξέρω… Τώρα μιλάω με το βουνό, αυτό μου λέγει που να βρω τροφή κι εγώ του εξιστορώ ιστορίες του ουρανού που μου λένε τα σύννεφα.

Η στράτα του φιδιού.

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γράφει για έναν χαμένο οικισμό που φαίνεται σ’ ελάχιστους χάρτες. Τ’ όνομά του είναι Ναπάρτικα Κάλι, που στα βλάχικα σημαίνει στράτα του φιδιού. Από καταβολής του οικισμού αυτού οι χωριανοί είχαν χαράξει ένα μεγάλο φίδι γύρω απ’ την κοντινή βρύση [...]