Ορεινοί φάροι.

Αρθογραφία

Ξεκινήσαμε νωρίς για τα βουνά, με την ομίχλη να ‘χει απλωθεί αποβραδίς στον κάμπο. Γέρικα σύννεφα, με μάτια γεμάτα καταρράκτη, είχαν κατέβει και πάσχιζαν να διακρίνουν τις κοίτες απ’ τα παλιά ποτάμια, ν’ ανακαλύψουν τα μυστικά που κρύβουν οι αυλές των χωριών, τα αραχνιασμένα υπόγεια της Καρδίτσας. Δεν είχε πέσει ούτε σταγόνα βροχή αλλά το παρμπρίζ ήταν γεμάτο αργοκίνητα ρυάκια – μια διάφανη πλαγιά χωρίς ανάγλυφο που οι υαλοκαθαριστήρες επέμεναν να την στρώνουν μια στο τόσο. Η αντάρα είχε τρυπώσει παντού: η φόδρα στις τσέπες απ’ το παλτό μου ήταν μουσκεμένη σαν σέλα από ποδήλατο που το ‘χεις αφήσει ολονυχτίς κάτω απ’ τα σύννεφα.
Τα φώτα απ’ τα αυτοκίνητα που συναντούσαμε μες στην ομίχλη, έμοιαζαν με αχνούς πυρσούς από ταξιδιώτες. Θύμιζαν περιπλανώμενους φάρους που αντί να περιμένουν τα πλοία να πλησιάσουν, τα αναζητούν οι ίδιοι μέσα στη ταραγμένη θάλασσα.

Περάσαμε την Μητρόπολη και τ’ αυτοκίνητο πήρε τον ανήφορο μέσα σ’ έναν κόσμο πυκνό, ελάχιστα διαπερατό από τις αισθήσεις. Η πορεία μας θύμιζε περιπλάνηση στα έγκατα της γης, σε μέρη όπου τα καταφύγια δεν χτίζονται, μα εξορύσσονται. Προσφέρει μια ασφάλεια η ομίχλη, σε κρύβει από τα μάτια του κόσμου – την ίδια ασφάλεια που εμπνέει η σπηλιά και η μήτρα, η κουβέρτα και η κρύπτη.

Στις τελευταίες στροφές πριν το Βουνέσι, εκεί που οι πτυχές του βουνού καταβροχθίζουν το σήμα των κινητών, η καταχνιά ήταν σχεδόν αδιαπέραστη. Κι έπειτα, ούτε πέντε λεπτά αργότερα, ξεπροβάλλαμε σε ένα ηλιόλουστο τοπίο, σε έναν γαλάζιο ουρανό – λες και η ομίχλη ήταν γιαούρτι κι εμείς είχαμε διαπεράσει την πέτσα, το πυκνότερο σημείο του, για να βγούμε στην επιφάνεια.

Πάνω στου Καραμανώλη η μέρα άστραφτε. Το ελατόδασος ήταν μια στιλπνή θάλασσα από απόκρυφους συνωμότες. Το τραγίσιο κρανίο σε μια από τις βορινές εσοχές του καταφύγιου είχε τριχοφορήσει – ιστοί και πάχνη του είχαν πλέξει μια θυσανωτή γενειάδα. Ρίξαμε μια γουλιά τσίπουρο στο χώμα μπρος του και πιάσαμε το σημαδεμένο μονοπάτι που κατηφόριζε ανάμεσα στα έλατα, ψάχνοντας θέση για ν’ ατενίσουμε την πεδιάδα, την πάνω, φωτεινή, μεριά απ’ τα σύννεφα.

Ο κάμπος ήταν άφαντος, εξίσου αδιόρατος με τον πυθμένα ωκεανού. Η ομίχλη, όμοια με αφρισμένο πάλλευκο πέλαγος, εισέβαλλε στις χαμηλότερες κοιλάδες του βουνού σχηματίζοντας νεφελώδεις όρμους. Απέναντι, σε μια πλαγιά βαμμένη από βελανιδιές, διακρίναμε δυο λιθάρια θεόρατα, ίδια με κάβους. Λίγο πιο κάτω, στα ζερβά του μονοπατιού, βρήκαμε ένα πελώριο δεντρί ροζιασμένο, έναν έλατο νεκρό, σχεδόν πετρωμένο απ’ τα χρόνια. Ολόγυρα στον κορμό του ήταν οριζόντια αυλάκια, σαν να του ‘χαν περάσει δαχτυλίδια καθώς μεγάλωνε. Μια απ’ τις ρίζες του ξεπρόβαλε απ’ το χώμα, ένα τρανό δάχτυλο γδαρμένο απ’ τον βοριά, κυρτό σαν άγκυρα.

Μετά που έπεσε ο ήλιος και το φεγγάρι ξεπρόβαλε από το Βουτσικάκι, πήραμε να κατεβαίνουμε. Όλος ο κόσμος απ’ τη μεριά της λίμνης ήταν ένα αρχιπέλαγος: τα φωτισμένα χωριά θύμιζαν νησάκια μες στο σκοτάδι του βουνού, οι στύλοι στις πλατείες όμοιοι με αμυδρούς φάρους που οδηγούν τα πληρώματα των άστρων να κατέβουν, όπως οι μάγισσες του παλιού καιρού. Όμως, πιο πέρα στις πλαγιές, απ’ τη μεριά του κάμπου, της ομίχλης, τα χωριά ήταν σβηστά: όλα τα σπίτια στο Βουνέσι και στον Μεσενικόλα ήταν θεοσκότεινα, αόρατα στα μάτια μας, σαν να ‘χαν τραβήξει κουβέρτα πάνω τους. Πού και πού μονάχα, βλέπαμε ένα τρεμουλιαστό φωτάκι να κινείται ανάμεσα στους οικισμούς, σαν λάμπα που κάνει απρόθυμο σινιάλο. Θυμήθηκα μια ιστορία που είχα ακούσει για τα μέρη εκείνα, πριν λίγους μήνες:

Μέρες σαν την σημερινή, που τα σύννεφα λαχταράν για την γη και κατεβαίνουν ως τον κάμπο, κι οι βουνοκορφές γίνονται νησιά μιας ταραγμένης άσπρης θάλασσας, λέγεται πως πλησιάζουν στα χωριά βάρκες αλαφρές και αραχνοΰφαντα καΐκια που δεν πλέουν σε νερό, μα στην ομίχλη απάνω. Λίγοι τα βλέπουν τα παράξενα αυτά πλοιάρια, κι ακόμη λιγότεροι έχουν ανέβει πάνω τους. Κανείς δεν γνωρίζει τι αναζητούν τα δίχτυα τους, μήτε ποιο είναι το ορμητήριο τους. Ξέρουν όμως πως τα πλοία αυτά δένουν στις βουνοκορφές, σε δέντρα και βράχους που με τα χρόνια έχουν σημαδευτεί από τις άγκυρες και τα σχοινιά τους. Τα τρέμει ο κόσμος τα πλεούμενα αυτά και κάνουν ό,τι μπορούν για να μην τραβήξουν την προσοχή τους – κρατάνε τα φώτα σβηστά και πουμώνουν τα παράθυρα με κουβέρτες, μαντανίες και υφαντά χοντρά, έτσι ώστε να μην βγαίνει παραέξω η λάμψη απ’ τη φωτιά.

Πριν από έναν σχεδόν αιώνα ένα παιδί απ’ το Βουνέσι λαχτάρησε να δει αυτά τα πλοία, να σαλπάρει μαζί τους. Μια μέρα που ‘χε πέσει αντάρα βαριά πάνω στον κάμπο, το πιτσιρίκι άρπαξε μια λάμπα απ’ το σπίτι του και βγήκε στην κάτω μεριά απ’ το χωριό, κάνοντας σινιάλα στα σύννεφα. Δεν το ξανάδαν ζωντανό εκείνο το παλικαράκι, μήτε την λάμπα που κράταγε. Αλλά λένε πως ακόμη και τώρα ξεπροβάλλει κάποιες ξάστερες νύχτες η σκιά του με μια λάμπα ασημόχρωμη στο χέρι.