Αέρας – Αφεντικό.

Aυτή η ιστορία είναι μια ιστορία απ΄το μέλλον, όπου η παράδοση των παραμυθιών επιβιώνει ακόμα όπως και τα βουνά. Οι παραμυθούδες των χωριών της Αργιθέας ανταμώνουν στις κεντρικές πλατείες και τη λεν’ στα μεγάλα και στα μικρά παιδιά που μαζεύονται γύρω τους.

Ο νερόμυλος.

Κάπου στις χαράδρες της βόρειας Αργιθέας στέκεται ένας πετρόχτιστος νερόμυλος πλάι στην ξεραμένη κοίτη κάποιου ανώνυμου ποταμού. Οι τοίχοι και τα δοκάρια του είναι ανέγγιχτα από τα χρόνια και τον καιρό, και η μεγάλη πέτρα στο εσωτερικό του ακόμα γυαλοκοπάει όταν την χτυπάει το φως του φεγγαριού.

Ορεσίβιοι αγαποθρήνοι.

Μια φορά κι έναν καιρό στα ξακουστά βουνά των Αγράφων ζούσαν δύο πουλιά, δύο αηδόνια, το μαύρο και το κόκκινο αηδόνι. Τα δύο πουλιά ήταν πολύ αγαπημένα παρότι είχαν χτίσει τις φωλιές τους σε αντικριστές κορυφές του βουνού, καθώς το ένα αηδόνι, το κόκκινο, ήταν του βορρά και το άλλο αηδόνι,το μαύρο, ήταν του νότου.

Η εκδίκηση.

Ήμασταν πολλά. Ήμασταν αποφασισμένα. Ήμασταν οργισμένα. Είχαμε δώσει ραντεβού στη βάση της. Ακριβώς την ώρα που πέφτει ο ήλιος. Την ώρα που η υγρασία αναδύεται από τη γη. Είχε έρθει ο καιρός. Εγώ θα ξεκινούσα πρώτος. Ξέραμε ότι δεν υπήρχε γυρισμός μετά.

Μεσοκαλόκαιρο στα Άγραφα.

Σαν πάτησαν πρώτη φορά στα Άγραφα οι πρόγονοί μας, σφίχτηκε η καρδιά στον κόρφο τους. Σταυροκοπήθηκαν καθώς τα μάτια περιπλανήθηκαν στις δασωμένες με έλατα πλαγιές και τις γυμνές απότομες βουνοκορφές, στους βράχους που κρέμονταν καταμεσής του λόγγου.

Διάλογοι των βουνοκορφών.

Είμαι σε ένα μαύρο δάσος. Τα δέντρα τόσο πυκνά που σκίζω το δέρμα μου για να περάσω ανάμεσά τους. Το φεγγάρι από πάνω φωτίζει το δρόμο μου. Κοιτάζω τα πόδια μου και βλέπω γαμψά νύχια. Τρέχω στο δάσος μαζί με τους άλλους. Κάθε λίγο σταματάμε για να ακούσουμε κινήσεις ζώων.