Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια. Ευρωπαϊκά δάση και δασική διαχείριση.

Τα δάση

Η αγωνία που ενέπνευσε αυτή τη σειρά κειμένων είναι η αγωνία για την κατάσταση και το μέλλον των δασών στο ελληνικό χώρο και ευρύτερα. Τα εκτεταμένα και πρωτοφανή φαινόμενα ξήρανσης κωνοφόρων αλλά και φυλλοβόλων δασών τα τελευταία 20 χρόνια σε όλο το βόρειο ημισφαίριο, ο θάνατος των πλατανιών στην Ανατολική Μεσόγειο, που υπήρξε και το θέμα του προηγούμενου κειμένου, η επανεμφάνιση της ξήρανσης της ελάτης σε όλο το ελλαδικό χώρο τον τελευταίο χρόνο και η υπερβάλλουσα θνησιμότητα της ερυθρελάτης και της δασικής πεύκης στην κεντρική Ευρώπη την τελευταία πενταετία ήταν οι αφορμές για να μιλήσουμε για την σημερινή ανησυχητική κατάσταση των δασών.

Στόχος του κειμένου είναι να πάμε ένα βήμα παραπέρα από τον εύκολο αφορισμό που έγινε κοινός στις μέρες μας (για όλα φταίει η κλιματική αλλαγή) και να βάλουμε στο κάδρο της συζήτησης και της απόδοσης ευθυνών τις λογικές δασικής εκμετάλλευσης που εφαρμόζονται αλλά και την ίδια τη δασολογική επιστήμη από την οποία εκπηγάζουν. Στο παρόν κείμενο θα εστιάσουμε στην κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Γερμανία, στη χώρα που γεννήθηκε η δασολογική επιστήμη τον 18ο αιώνα και αποτέλεσε το παράδειγμα για όλον τον κόσμο της «επιστημονικής» διαχείρισης των δασών. Μια επικράτεια που σε λιγότερο από 3 χρόνια έχασε σχεδόν το 3% της συνολικής δασικής της έκτασης από φαινόμενα μαζικής ξήρανσης. Σε επόμενα κείμενα ευελπιστούμε να ασχοληθούμε με την ελληνική περίπτωση, η οποία μπορεί να έχει αρκετά κοινά αλλά έχει και σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με την κεντροευρωπαϊκή. Τέλος να σημειώ- σουμε ότι ο συγγραφέας του κειμένου είναι ερασιτέχνης και όχι ειδικός. Παρότι έχει περάσει την πόρτα της δασολογικής σχολής, ούτε έγινε, ούτε θέλησε να γίνει επαγγελματίας δασολόγος.


Κεντρική φωτό / εξώφυλλο περιοδικού Science, vol 374.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Περί της ιστορίας και της σημερινής κατάστασης των ευρωπαϊκών δασών

Η μορφή και η κατάσταση των δασών στην Ευρώπη στις μέρες μας είναι αποτέλεσμα αιώνων δασικής εκμετάλλευσης. Τα μεγάλα ομοιογενή δάση κωνοφόρων, που είναι ο χαρακτηριστικός τύπος των ευρωπαϊκών δασών, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν ως τέτοια – παρά μόνο ως εξαιρέσεις – σε μια φυσική μορφή. Είναι κατεξοχήν ανθρωπογενή δάση, προϊόντα των συστηματικών αναδασώσεων των τριών τελευταίων αιώνων, της φυσικής αναγέννησης εγκαταλελειμμένων καλλιεργήσιμων εκτάσεων και βοσκοτοπιών τον τελευταίο αιώνα, της δασικής διαχείρισης με σκοπό τη μεγιστοποίηση της παραγωγής ξυλείας και τέλος της συστηματικής καταστολής των πυρκαγιών. Παρθένα δάση ουσιαστικά δεν υπάρχουν εδώ και αιώνες, καθότι ο άνθρωπος έχει επέμβει δραστικά σε όλες τις διαθέσιμες περιοχές. Αν εξαιρέσουμε ελάχιστες απρόσιτες λόγω γεωμορφολογίας, στην Ελλάδα τέτοιοι τόποι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Μέχρι τα 1600 περίπου ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των δασών της Ευρώπης έχει ξυλευθεί λόγω των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών σε ξυλεία, για κάρβουνα, οικοδομή, ναυπηγική, καύσιμη ύλη, αλλά και λόγω των εκχερσώσεων για καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια. Αυτές οι ανάγκες σε συνδυασμό με μια κυρίαρχη αντίληψη που έβλεπε τα βουνά και τα άγρια δάση είτε ως μια απειλή που έπρεπε να κατακτηθεί και να εκπολιτιστεί, είτε ως ένα τόπο απ’ όπου μπορούσαν να αντλούνται ανεξέλεγκτα φυσικοί πόροι, εξαφάνισε σχεδόν τα αρχέγονα δάση που κάποτε κάλυπταν την ευρωπαϊκή ήπειρο και τη μεσογειακή λεκάνη.

Γύρω στα 1700, αρχής γενομένης από τις γερμανικές χώρες, αρχίζει να αναγνωρίζεται το πρόβλημα της αποδάσωσης και παίρνονται οι πρώτες πρωτοβουλίες διαχείρισης των δασών. Υπό μια έννοια αυτή είναι και η αρχή της σύγχρονης δασολογίας, τότε οργανώνονται οι πρώτες συστηματικές αναδασώσεις, μπαίνουν κάποιοι νομικοί περιορισμοί στην ανεξέλεγκτη αποδάσωση και γίνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες ορθολογικής διαχείρισης των εναπομεινάντων δασών ώστε να εξασφαλίζεται αειφορική παραγωγή ξυλείας. Ωστόσο, η αποδάσωση ενισχύεται για σχεδόν άλλους δύο αιώνες, καθώς η επέλαση της βιομηχανικής επανάστασης και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, εκτοξεύουν τις ανάγκες για ξυλεία. Οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι είναι ένα ακόμη σημείο καμπής σε αυτήν τη διαδικασία αφήνοντας την κεντρική Ευρώπη σχεδόν γυμνή από δάση, ενώ παράλληλα σημειώνεται και η οριστική εξαφάνιση αρκετών μεγάλων θηλαστικών (του λύκου, της αρκούδας, του λύγκα) και η πληθυσμιακή συρρίκνωση των υπολοίπων σε λίγους απομονωμένους θύλακες. Το μέγεθος του πλούτου της βιοποικιλότητας που χάνεται είναι αδύνατο να αποτιμηθεί.

Αυτή η τάση αρχίζει να αντιστρέφεται στα μέσα του 19ου αιώνα, φυτεύονται σε πιο μαζική κλίμακα εκτεταμένες περιοχές κατά βάση με κωνοφόρα δέντρα τα οποία θεωρήθηκαν πιο αποδοτικά οικονομικά, δημιουργούνται οι δασικές υπηρεσίες και τα ανάλογα πανεπιστημια- κά τμήματα και γενικεύονται οι νομοθεσίες προστασίας. Στον 20ο πια αιώνα και ιδιαίτερα μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, τα ποσοστά δασοκάλυψης αυξάνονται σημαντικά ως αποτέλεσμα τόσο των κρατικών πολιτικών αναδάσωσης και της οργανωμένης δασολογικής διαχείρισης, όσο και της ραγδαίας αστικοποίησης που αφήνει εγκαταλελειμμένες πολλές περιοχές που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν για καλλιέργειες και βοσκοτόπια, οι οποίες ή φυτεύονται ή αποικούνται μέσω της φυσικής αναγέννησης από παρακείμενα δάση.

Τα δάση της κεντρικής Ευρώπης και της Σκανδιναβίας μέχρι το μεσαίωνα αποτελούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από φυλλοβόλα δέντρα στα χαμηλότερα υψόμετρα (κατά κύριο λόγο οξιάς, διάφορα είδη δρυός, σημύδας και λεύκης), ενώ στις ορεινές περιοχές φύεται η ερυθρελάτη, το ελάτο και το πεύκο. Οι αναδασώσεις που ήρθαν να αντικαταστήσουν τα χαμένα αρχέγονα δάση αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό αυτό το καθεστώς. Στις περιοχές που φυσικά φύονταν φυλλοβόλλα δέντρα, φυτεύονται κωνοφόρα έξω από τις οικολογικές συνθήκες εξάπλωσής τους, με βασικά είδη την Νορβηγική ερυθρελάτη (Picea abies) και την δασική πεύκη (pinus silvestris). Δέντρα με γρήγορη ανάπτυξη τα οποία χρειάζονται 40 με 80 χρόνια μέχρι να ξυλευθούν (σε αντίθεση με τα φυλλοβόλα που χρειάζονται το διπλάσιο χρόνο) και από τα οποία παράγεται η λεγόμενη στρόγγυλη ξυλεία η οποία είναι πιο αποδοτική οικονομικά. Παράλληλα, τα αυτοφυή δάση καλλιεργούνται συστηματικά με αραιώσεις, απομάκρυνση μη οικονομικά επιθυμητών ειδών και πριμοδότηση των κωνοφόρων. Αυτή η πρακτική συνεχίζεται αμείωτη μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιων μονοκαλλιεργειών των παραπάνω ειδών.

Ωστόσο, αυτές οι μονοκαλλιέργειες δασικών ειδών εκτός των οικολογικών ζωνών φυσικής εξάπλωσής τους, μόνο κατ’ ευφημισμό μπορούν να ονομαστούν δάση. Γιατί το δάσος είναι πολλά παραπάνω από ένα σύνολο μεγάλων δέντρων, οι νέες μελέτες πάνω στο θέμα έρχονται σήμερα να συμφωνήσουν με την εμπειρική γνώση αρκετών αυτόχθονων/ιθαγενών πληθυσμών. Το δάσος συνιστά μια ολοκληρωμένη οικολογική κοινότητα/δίκτυο με αλληλεξαρτήσεις, συμβιωτικές σχέσεις και ανταγωνισμούς που εκτός από το μεγάλα δέντρα, περιλαμβάνει όλη τη βιολογία του τόπου, τα φυτά του υποορόφου από τους θάμνους μέχρι τις πόες, τα θηλαστικά, τα ερπετά και τα έντομα που το κατοικούν, αλλά και όλους τους μικροοργανισμούς βακτήρια και μύκητες που ζουν στο υπέδαφος. Ο κάθε οργανισμός επιτελεί μια συγκεκριμένη οικολογική λειτουργία σε αυτή την κοινότητα και είναι τελικά οι σχέσεις τους που κάνουν το δάσος, δάσος. Είναι προφανές, ότι οι μονοκαλλιέργειες και ειδικά αυτές εισαγόμενων ειδών, δεν μπορούν να παράξουν αυτού του είδους τις σχέσεις. Γι’ αυτό το λόγο και είναι πολύ πιο φτωχές από άποψη βιοποικιλότητας και πολύ λιγότερο ανθεκτικές στις φυσικές καταστροφές από τα αυτοφυή και διαφοροποιη- μένα (δηλαδή με περισσότερα από ένα κυρίαρχα είδη) δάση.

Στις μέρες μας σχεδόν το 35% της επιφά- νειας της Ευρώπης καλύπτεται σήμερα από δά-ση. Το 46% από κωνοφόρα, το 37% από φυλλοβόλα και το 17% από μεικτά δάση. Το 75% εξ αυτών θεωρούνται παραγωγικά δάση, δηλαδή διαχειρίζονται συστηματικά για την παραγωγή ξυλείας. Το 66% των δασών είναι αποτέλεσμα φυσικής αναγέννησης και εξάπλωσης, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό είναι φυτεμένο, με το τελευταίο νούμερο να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Παράλληλα, τα ευρωπαϊκά δάση έχουν αυξηθεί κατά 9% τα τελευταία 30 χρόνια, με το ρυθμό όμως αύξησης να είναι μειωμένος την τελευταία δεκαετία λόγω της ανησυχητικής εξάπλωσης των φαινομένων ξήρανσης και αποφύλλωσης. Σύμφωνα με τις επίσημες πηγές ένα ποσοστό κοντά στα 20% των δασών αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τέτοιου είδους, ενώ ένα 3% θεωρείται σχεδόν κατεστραμμένο.

Η αυξημένη θνησιμότητα των δασικών δέντρων έχει μελετηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Το φαινόμενο είναι πολυσύνθετο και η κάθε περίπτωση έχει τις ιδιαιτερότητές της. Οι βασικοί παράγοντες που έχουν δειχθεί ότι συνδέονται με την αυξημένη θνησιμότητα είναι η ξηρασία, οι καύσωνες, οι πολύ ισχυροί άνεμοι, οι βαριές χιονοπτώσεις, τα φλοιωφάγα έντομα, ορισμένα παθογόνα και μύκητες, οι φωτιές και η μόλυνση. Υπάρχει μια τάση να αποδίδονται όλες οι φυσικές καταστροφές στην κλιματική αλλαγή, μια τάση που ίσως μπορεί να εξηγήσει βραχυπρόθεσμα ορισμένα γεγονότα – για παράδειγμα υπάρχει σίγουρα μια σαφή σύνδεση μεταξύ της ξηρασίας και της αύξησης του πληθυσμού των φλοιωφάγων εντόμων και τελικά της θνησιμότητας. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση αφήνει έντεχνα και καθόλου τυχαία εκτός κάδρου τις μεγάλες ευθύνες της δασικής διαχείρισης που παρήγαγε μεγάλες ομοιόμορφες και τελικά μη ανθεκτικές μονοκαλλιέργειες κωνοφόρων.

Υπάρχουν όμως και αντίθετες φωνές. Εδώ και 20 τουλάχιστον χρόνια, υπό το φως των νέων θεωριών για το δάσος και το βάρος των φαινομένων μαζικών φαινομένων ξήρανσης, περιβαλλοντικά κινήματα αλλά και μια μερίδα δασολόγων, θέτουν σε κριτική το κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης και ρίχνουν εκεί σημαντικό μερίδιο της ευθύνης για τις σημερινές καταστροφές. Ωστόσο είναι τέτοια τα συμφέροντα της βιομηχανίας ξυλείας και η πρόσδεση των δασικών υπηρεσιών με αυτά που είναι αρκετά δύσκολο οι πιο προωθημένες προσεγγίσεις να βρουν ευρεία εφαρμογή. Επίσης είναι ανησυχητικό ότι στο παιχνίδι μπαίνουν σταδιακά και οι μεγάλες εταιρίες βιοτεχνολογίας που υπόσχονται γενετική βελτίωση των ειδών ώστε να είναι πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και τα παθογόνα. Ήδη στην Κίνα εδώ και 20 χρόνια φυτεύονται μαζικά γενετικά τροποποιημένες λεύκες και πεύκα, ενώ ανάλογα πειράματα βρίσκουν και στις ΗΠΑ. Τα επιχειρήματα υπέρ είναι γνωστά, πιο γρήγορη παραγωγή ξύλου, ανθεκτικότητα στις ασθένειες και δέντρα που απορροφούν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα. Βλέπουμε και εδώ τη φιλολογία περί κλιματικής αλλαγής να χρησιμοποιείται για να καλύψει εγκληματικές περιβαλλοντικά πρακτικές με μεγάλο κερδοφόρο ορίζοντα και στην πραγματικότητα άγνωστες συνέπειες στη βιόσφαιρα.

Το γερμανικό παράδειγμα

Στην Γερμανία, από το 2018 μέχρι τις αρχές του 2022, περισσότερα από 3 εκ. στρέμματα δασικών εκτάσεων έχει ξεραθεί. Το νούμερο αυτό αντιστοιχεί στο 3% των δασών της χώρας, ενώ ανάλογη είναι η κατάσταση στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Τσεχία, Αυστρία, Ελβετία, Σλοβακία κτλ.). Ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο ποσοστό των δασών βρίσκονται σε κατάσταση υπερβολικού stress λόγω διαφόρων παραγόντων, που κατά πάσα πιθανότητα πυροδοτήθηκαν από την ξηρασία εκείνων των χρόνων. Οι περισσότερες εκτάσεις αφορούν κυρίως δάση ερυθρελάτης και δασικής πεύκης και δευτερευόντος δάση οξιάς και δρυός. Αυτή η κατάσταση έχει σοκάρει το κοινό και τους ειδικούς και έχει εγείρει σκληρά ερωτήματα πάνω στις μεθόδους δασικής διαχείρισης, σε μια χώρα η οποία εφήευρε και αποτέλεσε παγκόσμιο παράδειγμα για την «επιστημονική» δασική διαχείρισή της.
Τα δάση στη Γερμανία καλύπτουν περίπου το 1/3 της επιφάνειας της, περίπου τα μισά ανήκουν σε ιδιώτες (μεγάλοι και μικροί ιδιοκτήτες γης, οικογενειακές πρώην φάρμες και εμπορικές εταιρικές καλλιέργειες) και τα υπόλοιπα στους δήμους και τα επιμέρους κρατίδια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η σημερινή κατάσταση των δασών προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη δημιουργία μαζικών μονοκαλλιεργειών κωνοφόρων που έγιναν τα χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο τόσο σε δημόσιες όσο και ιδιωτικές γαίες. Φυτεύτηκαν κατά κύριο λόγο ερυθρελάτες και δευτερευόντως δασικά πεύκα σε όλες τις περιοχές, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι τα δέντρα βρισκόταν ως επί το πλείστον εκτός των φυσικών οικολογικών ζωνών εξάπλωσής τους. Έτσι η ερυθρελάτη που κανονικά φύεται σε υγρές και παγωμένες περιοχές των βουνών πάνω από τα 1.100 μ., φυτεύτηκε παντού ακόμη και σε σχεδόν μηδενικά υψόμετρα. Αυτές οι μονοκαλλιέργειες έγιναν τόσο σημαντικές για την γερμανική οικονομία από το επίπεδο του κράτους μέχρι το επίπεδο του νοικοκυριού ώστε έγιναν γνωστές ως «brotbaums» ή «δέντρα του ψωμιού». Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο οι μονοκαλλιέργειες πηγαίναν αρκετά καλά καθώς το κλίμα ήταν πιο κρύο και πιο υγρό, ωστόσο η αύξηση της θερμοκρασίας και κυρίως των επεισοδίων ξηρασίας που ακολουθούνται από έκρηξη των πληθυσμών των φλοιοφάγων εντόμων τα τελευταία χρόνια, τις έχει φέρει στη δραματική κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω.

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, όλοι συμφωνούν ότι χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, αλλά υπάρχει μεγάλη διαφωνία στο ποια θα πρέπει να είναι αυτή. Από τη μια υπάρχουν οι πιο ριζοσπαστικές φωνές, δασολόγοι και περιβαλλοντικά κινήματα, που θεωρούν ότι το προηγούμενο μοντέλο προώθησης μονοκαλ- λιεργειών εμπορικά εκμεταλλεύσιμων δασικών ειδών, είναι τελικά αποτυχημένο και το υποδεικνύουν ως βασική αιτία πίσω από το μαρασμό των σημερινών δασών. Στον αντίποδα προτείνουν μια μέθοδο που συμπυκνώνεται αφενός στη λογική «ας αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της» και αφετέρου στην ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης παρέμβασης στο ελάχιστα αναγκαίο επίπεδο που θα εξασφαλίζει τις κοινωνικές ανάγκες για ξύλο, οι οποίες με τη σειρά τους θα πρέπει να τεθούν σε νέα βάση. Πράγμα που σημαίνει, να αφεθούν οι κατεστραμμένες εκτάσεις να ανακάμψουν από μόνες τους μέσω της φυσικής αναγέννησης ιθαγενών ειδών και οι παρεμβάσεις αναδάσωσης να ελαχιστοποιηθούν μόνο στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να προχωρήσει η φυσική αναγέννηση. Επιχειρηματολογούν ότι τα αυτοφυή, τα μεικτά (με περισσότερα από ένα είδη) και τα μη-διαχειριζόμενα δάση, ακόμη και αν αντιμετωπίζουν γεγονότα ξήρανσης και αποφύλλωσης αποδεικνύονται πολύ πιο ανθεκτικά από τις καλλιέργειες. Γεγονός που αποδέχονται ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές των μονοκαλλιεργειών κωνοφόρων. Επιπλέον υποστηρίζουν ότι η δασολογική επιστήμη αντί να υποκαθιστά τις φυσικές διαδικασίες αναγέννησης, θα πρέπει να τις μελετήσει και να παραδειγματιστεί από αυτές. Και ο μόνος δρόμος για αυτό είναι: να αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά της μετά από μια καταστροφή.

Από τη άλλη πλευρά πλήθος συστημικών δασολόγων υποστηρίζουν τα αντίθετα. Ουσιαστικά λένε ότι αν θέλουμε να διατηρηθεί σταθερή η παραγωγή ξύλου στα σημερινά επίπεδα και να επιτύχουν οι κλιματικοί στόχοι που έχουν τεθεί θα πρέπει να διπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια οι δεντροφυτεύσεις, αλλά αυτή τη φορά με νέα είδη πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και τα παθογόνα, ακόμη και αν πρόκειται για είδη από άλλες ηπείρους ή ακόμη και γενετικά τροποποιη- μένα. Τα συμφέροντα εδώ είναι πολύ μεγάλα, ο κύκλος εργασιών της βιομηχανίας ξύλου στη Γερμανία φτάνει τα 170 δις και περίπου 1,1 εκ. εργαζόμενοι/ες απασχολούνται στους κόλπους της. Το που θα καταλήξει αυτή η διαμάχη στη Γερμανία δεν είναι ξεκάθαρο. Αν και η πιο ριζοσπαστική θέση φαίνεται να κερδίζει πόντους στην κυβέρνηση, το πιο πιθανό είναι ότι θα δοκιμαστούν και οι δύο προσεγγίσεις, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι τα μισά περίπου δάση είναι ιδιωτικά και γίνονται αντιληπτά από τους ιδιοκτήτες τους ως μηχανές παραγωγής ξύλου.

Σημείωση για τη δασολογία

Ακόμη και σήμερα, παρά την αυξανόμενη γνώση πάνω στην οικολογία και την ευρύτερη σημασία του δάσους, η δασολογία ως εφαρμοσμένη επιστήμη παραμένει προσκολλημένη σε μια αντίληψη που βλέπει το δάσος ως ξυλοαπόθεμα το οποίο διαχειρίζεται κατά βάση με μια επιχειρηματική νοοτροπία. Ο βασικός στόχος της διαχείρισης παραμένει η μεγιστοποίηση της αειφορικής παραγωγής ξύλου και οι δασολόγοι (ιδίως στις μεγάλες ξυλοπαραγωγικές χώρες) έχουν συνδεθεί αξεδιάλυτα με τα επιχειρηματικά συμφέροντα της βιομηχανίας ξύλου. Αυτή η προσέγγιση έχει βρει σήμερα τα όρια της στην ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ένα σημαντικό ποσοστό των «επιστημονικά διαχειριζόμενων δασών» των ανεπτυγμένων κρατών, με εκτεταμένα φαινόμενα ξήρανσης και αποφύλλωσης σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει παρατηρηθεί ξανά στη σύγχρονη ιστορία. Αν λοιπόν θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε ανθεκτικά δάση, τα οποία θα μπορούν να επιτελούν τις σημαντικές οικολογικές και κοινωνικές τους λειτουργίες, θα πρέπει να θέσουμε υπό κρίση και τις ίδιες της λογικές συγκρότησης της δασολογικής επιστήμης και πρακτικής, η οποία έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Και αυτό είναι δουλειά και των ίδιων των δασολόγων.

Επίλογος

Στις κοινωνίες που ζούμε η αναγκαιότητα εξαγωγής ξύλου από τα δάση είναι δεδομένη. Από αυτό προκύπτει ότι δεδομένη είναι και η αναγκαιότητα μιας δασικής διαχείρισης και πιο γενικά της δασολογικής επιστήμης. Χρειάζονται όμως νέες ριζοσπαστικές προσεγγίσεις που θα αποδεσμευτούν από την κυρίαρχη λογική που βλέπει το δάσος πρώτα και κύρια ως ξυλοαπόθεμα. Που θα απορρίψουν για πάντα εγκληματικές πρακτικές όπως η αποψιλωτική υλοτομία και η δημιουργία μονοκαλλιεργειών στη θέση αυτοφυών δασών, που θα αντιταχθούν στη λογική της ανθρώπινης παρέμβασης σε κάθε φυσική διαδικασία.

Σε πείσμα των ειδικών, σε πείσμα των εταιριών που καραδοκούν, η φύση γνωρίζει καλύτερα από οποιαδήποτε δασολογική ή γενετική επιστήμη να κάνει τη δουλεία της. Μπορεί να αυτοαναπαράγεται, να επουλώνει τις πληγές και να αναγεννάται από τις μεγαλύτερες καταστροφές, όπως συμβαίνει από τότε που υπάρχει ζωή σε αυτόν τον πλανήτη. Αντί λοιπόν να παριστάνουμε τους μικρούς θεούς προσπαθώντας να υποκαταστήσουμε ή ακόμη χειρότερα να αντικαταστήσουμε τις φυσικές διαδικασίες με ανυπολόγιστες συνέπειες για το περιβάλλον και εμάς τους ανθρώπους ως αναπόσπαστο κομμάτι του, είναι προτιμότερο να αφήσουμε τη φύση όσο γίνεται μακριά από της παρεμβάσεις μας και ταπεινά να προσπαθήσουμε να διδαχθούμε από τις φυσικές διαδικασίες. Η γνώση για τη φύση, βρίσκεται στη φύση. Αυτή είναι μια παλιά ιδέα, κάποτε κοινή αντίληψη για ένα σωρό ιθαγενείς κοινότητες που έζησαν σε αρμονία με τη φύση και χάθηκαν κάτω από τη μπότα, τις μπουλντόζες και τα θέλγητρα του πολιτισμένου ανθρώπου. Αυτήν τη γνώση σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο πια, αυτό του βιομηχανικού πολιτισμού, χρειάζεται σήμερα βιωματικά, εμπειρικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά να επανοικειοποιηθούμε.

Ενδεικτικές πηγές

Canopy mortality has doubled in Europe’s temperate forests over the last three decades.

Tree mortality in a warming world: causes, patterns, and implications

EU Forest Strategy for 2030: where we are and where we go next

FOREST FIGHT. Germany invented “scientific” forestry. But a huge dieback triggered by climate change has ignited a fierce debate over how the nation should manage its trees

Challenge to protect European forests

Η μυστική ζωή των δέντρων, Πήτερ Βολεμπεν, εκδόσεις Πατάκη, 2017.