ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, PICA-PICA. / ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: ΓΝΩΜΙΚΟ, ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΥΣ ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΣΤΙΓΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΝ ΦΥΛΛΟ.

Χρηματιστήριο της ενέργειας: το πάσο τρώει το λουκούμι.

Ενέργεια Έρευνες

Τον Νοέμβριο του 2019 ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κ. Χατζηδάκης παρουσίαζε την εισαγωγή του target model στην αγορά της ενέργειας ως “βασική τομή για φθηνότερη ενέργεια και θα εφαρμοστεί όποια συμφέροντα και αν θιγούν και όποιες ιδεοληψίες και αν ταρακουνηθούν”. Και υπερθεμάτιζε για τα… αυγά που θα έσπαζε! Ούτε έναν μήνα αργότερα ο ενθουσιασμός χάθηκε και ο υπουργός προειδοποιούσε τους χοντρέμπορους να σταματήσουν να παίζουν παιχνίδια με το χρηματιστήριο της ενέργειας. Τί σημαίνει ωστόσο χρηματιστήριο; Πώς αυτό λειτουργεί; Τί σημαίνει η ενέργεια, ένα βασικό κοινωνικό αγαθό να τζογάρεται; Και πώς αγγίζει όλους και όλες εμάς, όχι μόνο με όρους αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και με όρους εισαγωγής νέων τρόπων παραγωγής της ενέργειας; Στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσουμε να απομαγεύσουμε όλο αυτό το μυστήριο που έχει απλωθεί γύρω από το ζήτημα της ενέργειας. Να κατανοήσουμε γιατί το επενδυτικό ενδιαφέρον για ΑΠΕ δεν είναι ουρανοκατέβατο, ούτε ξαφνικά τα αφεντικά έβαλαν στην άκρη τη γλύκα για το χρήμα και έγιναν φίλοι του περιβάλλοντος. Δεν είμαστε ειδικοί. Διαβάσαμε και συζητήσαμε πολύ με ανθρώπους γύρω μας για να τα βάλουμε σε μια σειρά. Και να τα μοιραστούμε μαζί σας. Αυτοί στηρίζονται στην άγνοιά μας για να μας φέρνουν προ τετελεσμένων γεγονότων. Ή για να μας αποπροσανατολίζουν. Ας κατανοήσουμε, λοιπόν, τί συμβαίνει για να δούμε και τον εχθρό μας.


Το target model, όπως ονομάστηκε η αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτέλεσε ένα από τα 140 σημεία/προαπαιτούμενα του τρίτου μνημονίου το 2017. Το 2018 δημιουργήθηκε το ελληνικό Χρηματιστήριο της Ενέργειας και η λειτουργία του ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2020. Αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές αγορές χοντρικής: την προημερήσια αγορά, την ενδοημερήσια, την προθεσμιακή και την αγορά εξισορρόπησης. Τις τρεις πρώτες αγορές τις διαχειρίζεται το Χρηματιστήριο της Ενέργειας και την αγορά εξισορρόπησης ο διαχειριστής του δικτύου, ο ΑΔΜΗΕ. Οι βασικοί παραγωγοί ενέργειας είναι τέσσερις: η ΔΕΗ, η Protergia του Μυτιληναίου, ο ΗΡΩΝ (κοινοπραξία της ΤΕΡΝΑ και της γαλλικής Engie) και η Elpedison (κοινοπραξία των Ελληνικών Πετρελαίων του Λάτση και της ιταλικής Edison). Αυτοί οι τέσσερις είναι και οι βασικοί πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας στην λιανική αγορά. Με λίγα λόγια παράγουν και στη συνέχεια πουλούν (και αγοράζουν) στους εαυτούς τους.

Προημερησία αγορά

Στην προημερησία αγορά δημοπρατούνται οι προσφορές των μονάδων/παραγωγών για τον ενεργειακό προγραμματισμό της επόμενης ημέρας. Έτσι κάπως διαμορφώνεται η χοντρική τιμή ή αλλιώς Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ). Η μέρα χωρίζεται σε 24 ώρες και για καθεμία από αυτές ο ΑΔΜΗΕ κάνει την πρόβλεψη για τις μεγαβατώρες που θα χρειαστεί το σύστημα για να αντεπεξέλθει στις ανάγκες. Οι ΑΠΕ δίνουν προσφορές μόνο ποσότητας και όχι τιμής. Και έχουν προτεραιότητα στο ημερήσιο μείγμα ενέργειας. Στη συνέχεια οι υπόλοιποι παραγωγοί, είτε λιγνίτη, είτε φυσικού αερίου, είτε μεγάλων υδροηλεκτρικών (εδώ κατά βάση παίζει μπάλα μόνο της η ΔΕΗ) δίνουν προσφορές και επιλέγονται αυτές από την χαμηλότερη προς την υψηλότερη τιμή. Εδώ ξεκινάει και το πρώτο τζογάρισμα της ενέργειας. Οι παραγωγοί που μπαίνουν στο σύστημα της κάθε ημέρας δεν αποζημιώνονται στην τιμή που έδωσαν αλλά με την τιμή της τελευταίας υψηλότερης προσφοράς που μπήκε στο σύστημα!

Ας υποθέσουμε ότι για μία τυχαία μέρα απαιτούνται 3.000MWh. Τα λιγνιτικά της ΔΕΗ προσφέρουν 800MWh σε τιμή 100€/MWh. Ένας παραγωγός φυσικού αερίου προσφέρει 800MWh σε τιμή 400€/MWh, και ένας άλλος παραγωγός αερίου 400MWh σε τιμή 200€/MWh. Οι υπόλοιπες 1.000MWh που απαιτεί το σύστημα θα καλυφθούν από τις ΑΠΕ. Στο παράδειγμά μας, ΤΕΑ θεωρείται η υψηλότερη που έχει δοθεί, τα 400€ του παραγωγού του φυσικού αερίου. Και με αυτήν την τιμή θα αποζημιωθεί και η ΔΕΗ που έδωσε την χαμηλότερη τιμή 100€, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που μπήκαν στο σύστημα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι με αυτόν τον τρόπο οι παραγωγοί ρεύματος αποκομίζουν υπερκέρδη, τρεις, τέσσερις ή και πέντε φορές πάνω από την τιμή που οι ίδιοι έχουν δώσει σαν προσφορά στο σύστημα, σε μία τιμή όπου ήδη είχαν συνυπολογίσει να έχουν και ένα κέρδος. Τις υψηλές τιμές της χονδρικής εν τω μεταξύ επικαλούνται οι παραγωγοί ώστε να ενεργοποιήσουν την ρήτρα αναπροσαρμογής και να αυξήσουν τα τιμολόγιά του ηλεκτρικού ρεύματος.

Οπτική αναπαράσταση, με χρήση υπολογιστή, της πραγματικής ποσότητας χαλκού που εξορύσσεται από τα ορυχεία στην νότια Αφρική (Dillon Marsh, Κέιπ Τάουν, πηγή dillonmarsh.com).

Η αγορά εξισορρόπησης

Η αγορά εξισορρόπησης αποτελεί ένα άλλο πεδίο κερδοσκοπίας, αυτήν την φορά των μονάδων παραγωγής φυσικού αερίου. Εδώ οι παραγωγοί καταθέτουν προσφορές σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να καλυφθούν έκτακτες ανάγκες που προκύπτουν. Πρόκειται για ημέρες με έντονες καιρικές συνθήκες, μια παγωνιά τον χειμώνα ή ένας καύσωνας το καλοκαίρι. Σε αυτήν την φάση της αγοράς οι μονάδες που μπορούν να προσφέρουν αυτήν την απαραίτητη «έκτακτη» ενέργεια είναι οι θερμικές μονάδες φυσικού αερίου, καθώς έχουν μεγάλες δυνατότητες παραγωγής, ενώ την ίδια στιγμή οι λιγνιτικές μονάδες (λόγω της «απολιγνιτοποίησης») λειτουργούν στο ρελαντί και δεν έχουν τις τεχνικές δυνατότητες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να βάζουν ξανά εμπρός και να ανεβάζουν την παραγωγή ενέργειας όποτε τη χρειάζεται το σύστημα. Οι παραγωγοί φυσικού αερίου σκόπιμα δίνουν υψηλές τιμές στις δημοπρασίες της προημερήσιας ή της ημερήσιας αγοράς και αποκλείονται από αυτές όταν ξέρουν ότι λόγω της δυναμικής τους την επόμενη ημέρα ούτως ή άλλως θα κληθούν να αναπληρώσουν την ενέργεια που λείπει απ’ το σύστημα. Ο κανονισμός της αγοράς εξισορρόπησης επιτρέπει σε αυτή τη φάση να ζητήσουν τιμές μέχρι και 4.240€/MWh, τη στιγμή που το μεταβλητό κόστος παραγωγής της κυμαίνεται ανάμεσα στα 50 με 100 ευρώ. Οι παραγωγοί φυσικού αερίου κερδοσκοπούν και έτσι ανεβαίνει η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.

Τους πρώτους μήνες λειτουργίας του χρηματιστηρίου οι δυνατότητες κερδοσκοπίας άγγιξαν για κάποιες εβδομάδες ακραία νούμερα δημιουργώντας πρόβλημα πολιτικής διαχείρισης στο ΥΠΕΝ το οποίο έκανε λόγο για «κερδοσκοπικό επεισόδιο» και απείλησε με παρέμβαση σε περίπτωση μή συμμόρφωσης των εταιρειών. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία θεσμική δυνατότητα παρέμβασης του υπουργείου καθώς δεν έγινε καμία παραβίαση των κανόνων της χρηματιστηριακής αγοράς. Το ζήτημα παραμένει συνολικό, το χρηματιστηριακό τζογάρισμα της ενέργειας, και όχι κάποια «κερδοσκοπικά επεισόδια» τα οποία παρουσιάζονται σαν μεμονωμένες εξαιρέσεις σε μία συνεχή συνθήκη κερδοσκοπίας. Όμως, τί είχε συμβεί τότε;

Παράδειγμα κερδοσκοπίας

Την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας του χρηματιστηρίου οι αποζημιώσεις στην αγορά εξισορρόπησης ήταν χοντρικά 7 εκ. ευρώ. Την εβδομάδα 23 με 29 Νοεμβρίου διπλασιάζονται, φτάνοντας τα 14 εκ. ευρώ, ενώ την επόμενη εβδομάδα εκτινάσσονται στα 52 εκ. ευρώ. Τις πρώτες 40 ημέρες λειτουργίας η αγορά εξισορρόπησης (δηλαδή τα χρήματα που πληρώνονταν οι παραγωγοί φυσικού αερίου για να πουλήσουν ενέργεια) είχε κοστίσει 128 εκ. ευρώ όταν το συνολικό της κόστος για ολόκληρο το 2019 ήταν 200 εκ. ευρώ! Το πρωί της 30ης Νοεμβρίου 2020 και το απόγευμα της 2 Δεκέμβρη κατατίθενται προσφορές που φτάνουν μέχρι τα 3.000€/MWh, τη στιγμή που, όπως αναφέρουμε και παραπάνω, το μεταβλητό κόστος της παραγωγής φτάνει μόλις τα 50-100€/MWh. Αυτό, λοιπόν, θεωρήθηκε «κερδοσκοπικό επεισόδιο» και κινητοποίησε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου.

Η συνάντηση του τότε υπουργού Κ. Χατζηδάκη με τις τέσσερις εταιρείες/παραγωγούς δεν παρήγαγε τίποτα καινούργιο καθώς αυτοί ήταν οι κανόνες του χρηματιστηρίου και οι παίκτες έπαιζαν βάσει αυτών! Τον Ιανουάριο του 2022 η δημοσιογραφική ομάδα Manifold δημοσιοποίησε μια έρευνα με τίτλο «Ποιός φταίει για την ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα». Σε εκείνο το άρθρο παρατίθενται οι δηλώσεις εκπροσώπου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) ο οποίος υποστηρίζει ότι το όριο που υπάρχει στις ανώτερες τιμές της αγοράς εξισορρόπησης στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη και ότι σύντομα τα πράγματα μπορούν να χειροτερέψουν. «Βάσει ευρωπαϊκών αποφάσεων, στην αγορά εξισορρόπησης επιτρέπονται τιμές μέχρι 99.999 ευρώ. Τον Δεκέμβριο του 2020 στη Γερμανία, υπήρχαν τιμές μέχρι και 50.000 ευρώ στην αγορά εξισορρόπησης. Στην Ελλάδα μάλιστα ξεκίνησε συντηρητικά γιατί έχουν μπει τεχνικά όρια. Το 2024 που αναμένεται να μπούμε στις ευρωπαϊκές πλατφόρμες MARI και PICASSO προκειμένου ο ΑΔΜΗΕ να μπορεί να αγοράζει από τις διεθνείς αγορές για να εξισορροπεί το σύστημα, εκεί θα λειτουργεί με τα μεγάλα όρια που έχουν θεσπιστεί από τον Ευρωπαίο ρυθμιστή, στα 99.999 ευρώ».

Τζογάρισμα στο 100%

Ένα άλλο ερώτημα που αποκρύπτεται επιμελώς στη συζήτηση για την αναδιάρθρωση της αγοράς της ενέργειας, είναι για ποιον λόγο στην Ελλάδα ολόκληρο το ποσοστό (100%) που παράγεται τζογάρεται στο χρηματιστήριο. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αυτό το ποσοστό είναι κατά πολύ μικρότερο καθώς εκεί οι παραγωγοί πουλούν την ενέργεια που έχει περισσέψει και οι αγοραστές διαπραγματεύονται την αγορά της για να καλύψουν κάποιες έκτακτες ανάγκες που έχουν προκύψει. Στην Ελβετία πρόκειται για το 38% της παραγωγής ενέργειας, στο Βέλγιο το 31%, στην Γαλλία και στην Γερμανία το 29%, στην Αγγλία το 13%. Έχει γραφεί ότι ένα από τα προαπαιτούμενα των μνημονιακών συμβάσεων ήταν η υποχρέωση της ΔΕΗ να πουλά στους πελάτες της το 80% της ενέργειας μέσω του χρηματιστηρίου. Για τις ιδιωτικές εταιρείες παρόχους δεν προέκυπτε κάποιος αντίστοιχος περιορισμός. Ωστόσο, τόσο η ΔΕΗ όσο και οι ιδιώτες, πουλούν το 100% της παραγωγής στο χρηματιστήριο, έχοντας τεράστια, μα πολύ τεράστια, κέρδη.

Τα υπερκέρδη των παραγωγών

Το τζογάρισμα της ενέργειας δεν παράγει απλά κάποια κέρδη για κάποιες εταιρείες. Καθώς το παιχνίδι γίνεται με όρους κερδοσκοπίας, παράγει υπερκέρδη. Οι μονάδες φυσικού αερίου, απαραίτητες για τη σταθερότητα του συστήματος και για την κάλυψη έκτακτων αναγκών, είναι αυτές που διαμορφώνουν τις τιμές στην αγορά. Για παράδειγμα, τις ημέρες που έκλεινε η ύλη της εφημερίδας, στις 4 Απριλίου, η μικρότερη συμμετοχή στο μείγμα των ΑΠΕ λόγω καιρικών συνθηκών (21%) και η αναπόφευκτη μεγαλύτερη συμμετοχή των θερμικών μονάδων αερίου (44%) εκτόξευσε την τιμή της μεγαβατώρας στα 334 ευρώ. Και αυτό είναι ένα παράδειγμα που επαναλαμβάνεται συχνά καθώς η τυχαιότητα (στοχαστικότητα) της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ δεν μπορεί ούτε να στηρίξει το δίκτυο, ούτε να ρίξει τις τιμές.

Οι παραγωγοί ενέργειας από ΑΠΕ έχουν «κλειδώσει» εγγυημένες τιμές με τις οποίες πληρώνονται ανεξαρτήτου της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς που διαμορφώνεται κάθε μέρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαχειριστή ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης, οι εγγυημένες τιμές (Ειδική Τιμή Αγοράς) για τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν 206€/MWh για τα αιολικά, 201€/MWh για τα φωτοβολταϊκά και 211€/MWh για τα υδροηλεκτρικά. Εάν η τιμή εκκαθάρισης της αγοράς διαμορφωθεί σε υψηλότερα επίπεδα η διαφορά που θα προκύψει επιστρέφει στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), στον εαυτό τους δηλαδή καθώς πρόκειται για έναν λογαριασμό ο οποίος έχει διάφορες εισροές και χρησιμοποιείται για την επιδότηση έργων ΑΠΕ.

Τα μεγάλα υδροηλεκτρικά εργοστάσια ανήκουν κατά βάση στην ΔΕΗ. Λειτουργώντας κάποιες δεκαετίες τώρα έχουν αποσβέσει την αρχική τους επένδυση και η μόνη διαχείριση που απαιτείται είναι να μην ξεμείνουν οι ταμιευτήρες από νερό τους καλοκαιρινούς μήνες. Το πολύ χαμηλό λειτουργικό τους κόστος διαμορφώνει το κόστος παραγωγής της μεγαβατώρας στα 10-20€, ωστόσο βάσει των κανόνων του χρηματιστηρίου που περιγράψαμε παραπάνω αποζημιώνονται επίσης με την ανώτερη τιμή που κατατίθεται στο σύστημα. Έτσι, λοιπόν, το εξάμηνο από τον Αύγουστο του 2021 μέχρι τον Ιανουάριο του 2022 πληρώθηκαν στη μέση τιμή εκκαθάρισης της αγοράς, στα 197€/MWh, φέρνοντας κέρδη στη ΔΕΗ της τάξης των 500 εκ. ευρώ! Τα οποία κέρδη σίγουρα δεν τα είδαμε σε εκπτώσεις στους λογαριασμούς μας.

Το νήμα που συνδέει την ενεργειακή φτώχεια με τους αγώνες στα βουνά

Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει μία μπουλντόζα που ισοπεδώνει ένα πυκνό δάσος, ένα αιολικό εργοστάσιο που κατασκευάζεται σε μία βουνοκορφή ή ένα μικρό υδροηλεκτρικό που εμποδίζει τον ελεύθερο ρου των νερών ενός ποταμού και στις αυξήσεις των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Είναι το νήμα της εμπορευματοποίησης της ενέργειας. Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τις χιλιάδες πολυκατοικίες στις πόλεις που έχουν κάποια χρόνια να ανάψουν καλοριφέρ, τους νεκρούς του φετινού χειμώνα που προσπαθούσαν με αυτοσχέδια μαγκάλια ή ξυλόσομπες να ζεσταθούν και τους ανθρώπους της επαρχίας που υπερασπίζονται το φυσικό περιβάλλον. Είναι το νήμα του τζογαρίσματος της ενέργειας.

Οι λογαριασμοί του ρεύματος αυξάνονται όσο οι μισθοί μας μειώνονται. Η μείωση των λογαριασμών μέσω των επιδοτήσεων αποτελεί μία προσωρινή λύση, που έγκειται στην κρίση του κάθε υπουργικού γραφείου εάν θα πάρει παράταση και μεταθέτει κομμάτια του κόστους για τους μετέπειτα μήνες. Όπως συνέβη με πρόσφατες τροπολογίες που αφορούσαν την αναστολή για τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του τέλους χρήσης του δικτύου διανομής φυσικού αερίου για όλους τους οικιακούς καταναλωτές ή των χρεώσεων ΥΚΩ (Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας) για τα αγροτικά και βιομηχανικά τιμολόγια. Τέλη τα οποία δεν διαγράφηκαν γι’ αυτούς τους μήνες αλλά μετατέθηκε η αποπληρωμή τους μέσα στο 2022, όταν οι τιμές πιθανόν θα έχουν υποχωρήσει λίγο, μαζί και με την «κοινωνική μουρμούρα» που επικρατεί αυτήν την περίοδο.

Το κόστος της ενέργειας έχει αυξηθεί πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είναι απόρροια της ενεργειακής μετάβασης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το άνοιγμα ενός νέου, τεράστιου κύκλου κερδοφορίας των αφεντικών με «πράσινες» επενδύσεις. Από τα 58€/MWh το 2020 φτάσαμε στα 132€/MWh το 2021 και στα 241€/MWh τους δύο πρώτους μήνες του 2022 (μέσες τιμές).

Το τελευταίο χρονικό διάστημα διαβάζουμε αρκετά άρθρα για τον τρόπο που λειτουργεί το χρηματιστήριο της ενέργειας και την ανάγκη αλλαγής των κανόνων του σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η μετατόπιση της κουβέντας στην αλλαγή των κανόνων τζογαρίσματος αφήνει απ’ έξω την καρδιά του προβλήματος, το ίδιο το τζογάρισμα ενός βασικού κοινωνικού αγαθού. Ακριβώς αυτό πρέπει να είναι το αίτημα που, καταρχήν, θα βάλουμε μπροστά. Όταν ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει και το ακριβό φυσικό αέριο είναι αυτό που διαμορφώνει τις τιμές της χοντρικής αγοράς, το alter ego του, μαζί με τους θιασωτές της «πράσινης ανάπτυξης», κρυφογελούν με το πρόγραμμα «απολιγνιτοποίησης», στην ουσία την αντικατάστασή του λιγνίτη από το φυσικό αερίο, το οποίο ναι μεν παρουσιάζεται ως μεταβατικό καύσιμο προς τις ΑΠΕ, ωστόσο χωρίς αυτό η ενεργειακή επάρκεια και σταθερότητα δεν μπορεί να εξασφαλιστεί.

Τελικά, την πολιτική της «πράσινης» μετάβασης, την καταστροφή των δασών και των βουνών θα την πληρώσουμε πολύ ακριβά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.