Στην πλημμυρόπληκτη Θεσσαλία κάνουν λιτανεία για βροχή.

Αναδημοσιεύσεις

Πάνω στο χώμα του θεσσαλικού κάμπου αποτυπώνεται γλαφυρά το δίπολο των αλλαγών που φέρνει η κλιματική αλλαγή. Και το σχέδιο της ολλανδικής εταιρείας για την περιοχή δεν φαίνεται να έχει τις λύσεις.

Μία ασυνήθιστη τελετή έλαβε χώρα το απόγευμα της Δευτέρας 15 Απριλίου στον Αλμυρό Μαγνησίας, την κωμόπολη των 7.224 κατοίκων που αποτελεί κέντρο για την αγροτική οικονομία της περιοχής. Με τη Μαγνησία, όπως και την υπόλοιπη Θεσσαλία, να πλήττονται από παρατεταμένη ξηρασία, οι αγρότες ζήτησαν να κατέλθει στα πεδινά από τους πρόποδες του όρους Όθρυς η «θαυματουργή», όπως οι ίδιοι λένε, εικόνα της Παναγιάς Κάτω Ξενιάς. Ήλπιζαν ότι η λιτάνευσή της στους δρόμους του Αλμυρού θα «τιθάσευε» τα στοιχεία της φύσης, ώστε να μπει τέλος στην πολλών εβδομάδων ανομβρία και να έρθει η πολυπόθητη βροχή που θα έσωζε, έστω στο «και πέντε», τον τόπο και τις καλλιέργειές τους.

«Η πρωτοβουλία για τη λιτανεία ελήφθη από τους ίδιους τους αγρότες», έλεγε λίγες ημέρες αργότερα στο inside story ο δήμαρχος Αλμυρού, Δημήτρης Εσερίδης, ο οποίος έδωσε το «παρών» στην τελετή. Εμφανιζόταν όμως προβληματισμένος: «Να δούμε μήπως ο Θεός μαζί με τις επιθυμίες των αγροτών τραβήξει και τον θυμό του και μας κάνει ζημιά με κανένα ακραίο φαινόμενο».

Λίγες ώρες αργότερα, τα πρώτα μηνύματα από το 112 ηχούσαν σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας. Μετά από πολλές εβδομάδες ανομβρίας, οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεφταν στον ξεραμένο κάμπο. Εν πολλοίς, ο φόβος του δημάρχου αποδείχτηκε προφητικός: Η καταιγίδα και η έντονη νεροποντή απείχαν μακράν από μια ήπια, ποτιστική βροχή. Αντιθέτως, για μια ακόμα φορά δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια και στους κατοίκους της πολύπαθης περιοχής ξύπνησαν φρικτές αναμνήσεις από τις καταστροφές που προξένησε προ μηνών η φονική κακοκαιρία Ντάνιελ.

Όταν τα σύννεφα απομακρύνθηκαν, ήταν ξανά σαφές ότι η Θεσσαλία κινείται εντός «ενός διπόλου δύο αντίθετων καταστάσεων», όπως λέει στο inside story ο Διονύσιος Γασπαράτος, καθηγητής Εδαφολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Ήταν γνωστό ότι στη Θεσσαλία, και πριν ακόμα την κλιματική κρίση, υπήρχε έλλειμμα υγρασίας και νερού το οποίο ήταν περισσότερο έντονο στα ανατολικά. Πάνω σε αυτό το υπόστρωμα ήρθαν να προστεθούν οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης, με έντονα και βίαια γεγονότα», εξηγεί. «Από εκεί που συζητούσαμε για λειψυδρία, ξαφνικά πλημμυρίσαμε».

Ρωτήσαμε τον δήμαρχο Αλμυρού αν θεωρεί σημαντικότερο κίνδυνο για την περιοχή την ξηρασία ή τις πλημμύρες. «Και τα δύο», ήταν η άμεση απάντηση. «Το φυσιολογικό θέλουμε: Κανονικές καιρικές συνθήκες με αρκετές βροχοπτώσεις, για να μην υπάρχει ξηρασία και να έχουμε παραγωγή που να επιτρέπει στους αγρότες να επιβιώσουν».

Η πόρτα προς το «φυσιολογικό» όμως φαίνεται πως έχει κλείσει, πιθανόν οριστικά. Ειδικοί τονίζουν ότι ελέω κλιματικής αλλαγής η Θεσσαλία, όπως και πολλές ακόμα περιοχές στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο, είναι καταδικασμένες να κινούνται στο εξής ανάμεσα στις συμπληγάδες της ξηρασίας και της πλημμύρας. Ο κίνδυνος της ερημοποίησης δεν αποτελεί ένα μακρινό ενδεχόμενο, αλλά ένα εφιαλτικό σενάριο που ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα. Και πάνω στο ξερό χώμα που διαδέχεται τα λιμνάζοντα νερά, ξεκινά μια άγρια διαμάχη για την επόμενη ημέρα της αγροτοδιατροφικής «καρδιάς» της Ελλάδας. Μια διαμάχη που έχει ως αφετηρία τη φύση και την έκταση των αντιπλημμυρικών παρεμβάσεων και φτάνει ως τον έλεγχο του νερού και το είδος των καλλιεργειών. Το inside story ανοίγει τον φάκελο της Θεσσαλίας.

Πλημμύρες, παρατεταμένη ξηρασία και ένας χειμώνας με ελάχιστα χιόνια

Στα μέσα Απριλίου τον θεσσαλικό κάμπο σκέπαζε μία αποπνικτική ανοιχτόχρωμη μπεζ σκόνη, σημάδι της παρατεταμένης ξηρασίας που βίωνε η περιοχή και των ζημιών που είχαν προκαλέσει στις καλλιέργειες οι πλημμύρες του Σεπτεμβρίου. Σε αρκετά σημεία αγρότες πότιζαν το ξερό έδαφος, προκειμένου να καταφέρουν να καλλιεργήσουν, καθώς για πολλούς η σπορά καθυστερούσε.

«Από τις καταστροφές του Σεπτεμβρίου και μετά μεγάλες βροχές δεν είχαμε», λέει στο inside story ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας (ΕΟΑΣΚ), Κώστας Τζέλλας. «Το πρόβλημα είναι ότι τα σιτάρια, οι χειμερινές καλλιέργειες, δεν έχουν πάει καλά γιατί δεν μπορούμε να ποτίσουμε. Πρόβλημα όμως υπάρχει και με τις καλοκαιρινές καλλιέργειες, για τις οποίες έπρεπε να κάνουμε δουλειά την άνοιξη, γιατί τα χωράφια δεν είχαν υγρασία» προσθέτει, τονίζοντας ότι η λίμνη του Σμοκόβου, στις πλαγιές των Αγράφων, δεν έχει γεμίσει με αποτέλεσμα πολλά στρέμματα στις κοντινές καλλιέργειες να μην μπορούν να ποτιστούν. «Αυτά είναι τα προβλήματα από την ανομβρία – και έπεται συνέχεια».

«Το χώμα είναι ξερό και τα σιτηρά έχουν καταστραφεί», περιέγραφε τις ίδιες ημέρες για την περιοχή του και ο δήμαρχος Αλμυρού, Δημήτρης Εσερίδης. «Πέρασαν 2,5 μήνες χωρίς βροχή και ένας χειμώνας χωρίς χιόνια. Όλες οι καλλιέργειες έχουν επηρεαστεί ενώ πρόβλημα υπάρχει και με την κτηνοτροφία».

«Στη Θεσσαλία είχαμε μια κακή χρονιά, με ακραία ύψη βροχής τον Σεπτέμβριο και περιορισμένες βροχοπτώσεις στη συνέχεια», επιβεβαιώνει ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος, τονίζοντας ότι οι βροχές του Σαββατοκύριακου 20-21 Απριλίου διόρθωσαν λίγο την κατάσταση, «αλλά αν δεν έχεις και νέες βροχές, το όποιο όφελος θα χαθεί, δεδομένου ότι φέτος δεν είχαμε χιόνια».

Τα παρατεταμένα διαστήματα ανομβρίας ωστόσο δεν συνεπάγονται μείωση του συνολικού όγκου του νερού που πέφτει. Όπως εξηγεί ο Κώστας Λαγουβάρδος, εξετάζοντας τα στοιχεία των τελευταίων 30 ετών φαίνεται πως αυτός παραμένει σταθερος. «Προφανώς υπάρχουν χρονιές πιο θερμές και πιο ξηρές, όμως γενικά παρατηρείται σταθεροποίηση των βροχοπτώσεων», σημειώνει. Το πρόβλημα είναι μάλλον η «ποιότητα» της βροχής, παρά η ποσότητα. Έτσι, αυτό που παρατηρείται είναι ότι «όταν βρέχει υπάρχει η τάση να βρέχει περισσότερο», γεγονός που συνδέεται με την αύξηση της θερμοκρασίας στην ευρύτερη «γειτονιά» μας.

Εντονότερες βροχοπτώσεις βεβαίως δεν σημαίνει μόνο προβλήματα και καταστροφές, αλλά και σημαντικές απώλειες ύδατος καθώς, όπως εξηγεί ο διευθυντής ερευνών του Αστεροσκοπείου, «όταν το νερό πέφτει με τέτοια ραγδαιότητα δεν μπορεί να συλλεγεί». Το πρόβλημα άλλωστε επιτείνει η μείωση των χιονοπτώσεων, καθώς το χιόνι αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό κρίκο του υδρολογικού κύκλου, αφού «η αργή απορροή του τροφοδοτεί τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες».

Και τα πιο δύσκολα βρίσκονται μπροστά μας: «Τα μοντέλα δείχνουν ότι τις επόμενες δεκαετίες οι βροχοπτώσεις θα μειωθούν», λέει ο Κώστας Λαγουβάρδος. «Είναι ένα μοτίβο που περιμένουμε να δούμε σε όλες τις νότιες περιοχές της Μεσογείου», προσθέτει, προειδοποιώντας ότι πρόκειται ακριβώς για τις περιοχές όπου οι ανάγκες για νερό αυξάνονται διαρκώς λόγω δραστηριοτήτων όπως η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός.

«Τον χειμώνα πνιγόμαστε και το καλοκαίρι δεν έχουμε να ποτίσουμε»

Για τους αγρότες της Θεσσαλίας, το νερό αποτελεί ήδη πρόβλημα· κι ο πρόεδρος της ΕΟΑΣΚ, Κώστας Τζέλλας, το αποδίδει στην έλλειψη έργων υποδομής. «Δεν έχει γίνει η εκτροπή του Αχελώου που ζητάμε 40 χρόνια τώρα, δεν έχουν γίνει λιμνοδεξαμενές και κλειστά κυκλώματα άρδευσης ώστε να υπάρχει εξοικονόμηση νερού», λέει. «Λογικό είναι να υπάρχει πρόβλημα. Να πνιγόμαστε τον χειμώνα και το καλοκαίρι να μην έχουμε να ποτίσουμε».

Ο Ορέστης Καΐρης, επίκουρος καθηγητής Χαρτογράφησης και Αξιολόγησης Εδαφών στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τοποθετεί το δίπολο ξηρασίας – πλημμυρών μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης της οποίας, όπως εξηγεί κύρια χαρακτηριστικά αποτελούν η άνοδος της θερμοκρασίας και η εποχικότητα των βροχοπτώσεων. Όπως αναφέρει, αυτό σημαίνει ότι οι βροχοπτώσεις «κατανέμονται σε περιορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο έτος και χαρακτηρίζονται από συμβάντα μεγάλης ραγδαιότητας, ακραίο παράδειγμα των οποίων μπορεί να θεωρηθεί και αυτό του Ντάνιελ». Σε συνδυασμό με το έντονο υδατικό έλλειμμα που καταγραφόταν παγίως στο ανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας, δημιουργείται ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ»: Από τη μία ραγδαίες βροχοπτώσεις, πλημμυρισμένες εκτάσεις στα πεδινά και διαβρώσεις στα επικλινή εδάφη, και από την άλλη παρατεταμένη ξηρασία. Ένα «κοκτέιλ» που επηρεάζει σημαντικά τις καλλιέργειες και μειώνει την παραγωγή.

Πράγματι, ο Κώστας Τζέλλας επιβεβαιώνει ότι οκτώ μήνες σχεδόν μετά τον Ντάνιελ εξακολουθούν να υπάρχουν χωράφια που δεν μπορούν να καλλιεργηθούν, γιατί έχουν μπάζα και φερτά υλικά. «Υπάρχουν εκτάσεις που ακόμα δεν μπορεί να μπει ο κόσμος για να κάνει τις καλλιεργητικές εργασίες που πρέπει: Να κόψει βαμβακιές και να οργώσει για να σπείρει», λέει, εκφράζοντας φόβους ότι η γη δεν είναι γόνιμη και δεν θα δώσει παραγωγή.

«Όσον αφορά τα ιζήματα, αυτοψία και έκθεση του Εργαστηρίου Γεωργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας καθώς και σχετικό δελτίο τύπου που εκδόθηκε από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στις 6/10/2023 οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα εδάφη στην πλειοψηφία τους δέχτηκαν φερτά υλικά κυρίως μικρού πάχους, 15-20 εκατοστά», λέει ο Ορέστης Καΐρης, τονίζοντας ότι αυτού του πάχους τα ιζήματα μπορούν να ενσωματωθούν στο έδαφος με το όργωμα. Όπως σημειώνει, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «παχύ στρώμα λάσπης δέχτηκαν διάσπαρτες εκτάσεις που συνολικά ανέρχονται κατά προσέγγιση σε 18.000 στρέμματα», εξηγώντας ότι πρόκειται για ένα πολύ μικρό τμήμα εν συγκρίσει με τα 3,5 εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται στον θεσσαλικό κάμπο.

Όλα εξαρτώνται από το πάχος του ιζήματος, συμφωνεί και ο Διονύσης Γασπαράτος, τονίζοντας ότι όπου η στρώση των φερτών υλικών είναι μεγαλύτερη από 70 εκατοστά «ο παραγωγός θα πρέπει να μάθει εκ νέου το χωράφι του», αφού τα φερτά αυτά υλικά δεν μπορούν να ενσωματωθούν. Όπως εξηγεί, τα ιζήματα αυτά «δεν έχουν αναπτύξει τις ιδιότητες ενός ώριμου εδάφους, με αποτέλεσμα να υπάρξουν κατά περίπτωση αρνητικές επιπτώσεις στις καλλιέργειες». Υπάρχει άλλωστε και ένας επιπλέον κίνδυνος: Το παχύ ίζημα ενδέχεται «να μην επιτρέπει την καλή διήθηση του νερού», με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος για πλημμύρες μετά από μια νέα έντονη βροχόπτωση. Δημιουργείται έτσι κίνδυνος «να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος μεταξύ των δύο καταστάσεων ξηρασίας και πλημμύρας, που πρέπει κάποια στιγμή να διακοπεί».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προαναγγέλλει τον ΟΔΥΘ

Η κολοσσιαία καταστροφή που προκάλεσε στη Θεσσαλία το σαρωτικό πέρασμα του «Ντάνιελ» κατέστησε εξαρχής σαφές ότι η επόμενη ημέρα θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική για την περιοχή. Το σύνθημα έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μιλώντας μία εβδομάδα αργότερα, στις 16 Σεπτεμβρίου, από το βήμα της ΔΕΘ: «Έχει γίνει πλέον σαφές ότι η Θεσσαλία σηκώνει στις πλάτες της παθογένειες πολλών δεκαετιών στα ζητήματα διαχείρισης των υδάτων της», σημείωσε αναφερόμενος στην πλημμυρόπληκτη περιφέρεια. «Από την αποξήρανση της Κάρλας μέχρι την ίδρυση οικισμών στο πιο χαμηλό σημείο του κάμπου, εκεί δηλαδή όπου συνενώνονται τα έξι ποτάμια της περιοχής».

Στην ίδια ομιλία ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι «με απόφασή μου συγκροτείται άμεσα ο Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, υπαγόμενος στα υπουργεία Υποδομών και Περιβάλλοντος», ενώ την επόμενη ημέρα, κατά την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου από το Βελλίδειο, αποκάλυψε ότι «έχω ήδη ζητήσει από την Ολλανδία, μία χώρα η οποία έχει πάρα πολύ μεγάλη εμπειρία σε θέματα διαχείρισης υδάτων, μία πρώτη προσέγγιση του τι έγινε στο φαινόμενο και του τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και στο εξής».

Έξι μήνες αργότερα, στις 13 Μαρτίου 2024, στον ιστότοπο της διαβούλευσης θα βρισκόταν αναρτημένο το έκτασης 400 περίπου σελίδων πόρισμα της HVA International, της ολλανδικής εταιρείας που επελέγη για να εκπονήσει το σχέδιο αποκατάστασης της Θεσσαλίας. Στον δημόσιο σχολιασμό, ωστόσο, θα κυριαρχούσαν επικριτικά σχόλια για τη δουλειά που έγινε και τις προτάσεις που κατατέθηκαν. Επικρίσεις που αφορούσαν από το προτεινόμενο μοντέλο λειτουργίας του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων (ΟΔΥΘ) και τις εισηγούμενες αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις, μέχρι την ίδια τη διαδικασία επιλογής της εν λόγω εταιρείας. Τι είχε μεσολαβήσει;

Η HVA, ο Έλληνας CEO και το master plan για τη Θεσσαλία

Η ιδρυθείσα το 1870 HVA (Handelsvereniging Amsterdam HVA International, «Εμπορική Ένωση του Άμστερνταμ») αποτελεί, όπως διαβάζουμε στον ιστότοπό της, «μια παγκοσμίως αναγνωρισμένη γεωργική εταιρεία και [εταιρεία] διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων με μακρά ιστορία στην ανάπτυξη έργων τροπικής γεωργίας, εστιάζοντας κυρίως στην Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία». Όπως τονίζεται, η HVA «κατέχει, κατασκευάζει και διαχειρίζεται χιλιάδες έργα σε περισσότερες από 100 χώρες από το 1879». Δεδομένου ότι δραστηριοποιείται σε μεγάλο βαθμό σε πρώην ολλανδικές αποικίες, η εταιρεία σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι «ουδέποτε ενεπλάκη με οποιονδήποτε τρόπο, σχήμα ή μορφή, στην αποικιακή πρακτική της δουλείας».

Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας είναι ο Έλληνας Μιλτιάδης Γκουζούρης. Στο βιογραφικό του, που βρίσκεται αναρτημένο

Μιλτιάδης Γκουζούρης | Social Dynamo στον ιστότοπο του hub «Social Dynamo» του ιδρύματος Μποδοσάκη, διαβάζουμε ότι είναι στέλεχος διοίκησης και επιχειρηματίας, σπούδασε για το πρώτο του πτυχίο στην Ολλανδία και είναι μεταξύ άλλων CEO και μέτοχος της «συμβουλευτικής εταιρείας σε θέματα αγροτικής παραγωγής και ιχθυοκαλλιεργειών HVA International».

Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε ακόμα ότι ο Γκουζούρης «έχει διατελέσει σύμβουλος του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης κατά τη θητεία του καθ. Αθανασίου Τσαυτάρη, σύμβουλος στο έργο ίδρυσης του ενιαίου φορέα εξαγωγών του υπουργείου Ανάπτυξης, και σύμβουλος του προέδρου στις Συγκοινωνίες Αθηνών/ΟΑΣΑ. Τέλος είναι μέλος του Development Finance Forum, μιας πρωτοβουλίας της Παγκόσμιας Τράπεζας με στόχο τη δημιουργία αναπτυξιακών έργων σε χώρες με αναπτυσσόμενες οικονομίες».

Μέχρι σήμερα δεν είναι σαφές με ποια διαδικασία επελέγη η εταιρεία της οποίας προΐσταται ο Γκουζούρης για να εκπονήσει το σχέδιο αποκατάστασης της Θεσσαλίας. Επιχειρήσαμε να επικοινωνήσουμε με τον ίδιο προκειμένου να του θέσουμε σχετικά ερωτήματα, ωστόσο δεν υπήρξε ανταπόκριση. Ταυτόχρονα η HVA δεν απάντησε σε σχετικό αίτημα για σχόλιο.

Η ολλανδική εταιρεία έλαβε ως αμοιβή για τη μελέτη που εκπόνησε το ποσό των 940.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, κόστος που –όπως προκύπτει από τη Διαύγεια– κάλυψε εξ ολοκλήρου η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, με σύμβαση δωρεάς προς το ελληνικό δημόσιο. Η σχετική ΚΥΑ υπεγράφη στις 10 Νοεμβρίου.

Όσον αφορά το καθ’ αυτό πόρισμα των Ολλανδών ειδικών, χωρίζεται σε έξι τεύχη στα οποία περιγράφονται «τα μέτρα που απαιτούνται για την ενίσχυση της ασφάλειας των υδάτινων πόρων της Θεσσαλίας, την ετοιμότητα για πλημμύρες και τη μεταρρύθμιση του γεωργικού της κλάδου», όπως διαβάζουμε στη Σύνοψη. «Το Σχέδιο», τονίζεται, «πραγματεύεται τόσο τα άμεσα και αναγκαία μέτρα (no-regret measures) που πρέπει να ληφθούν για την προστασία της Θεσσαλίας από μελλοντικές πλημμύρες και την αντιμετώπιση της κρίσης έλλειψης νερού, όσο και τις αναγκαίες μακροπρόθεσμες λύσεις για έργα υποδομής, για αλλαγές στις γεωργικές πρακτικές αλλά και για το πώς να επιτευχθούν αλλαγές στην ψυχοκοινωνική νοοτροπία των Θεσσαλών αγροτών».

Σε άλλο σημείο της Σύνοψης σημειώνεται ότι «οι κάτοικοι της Θεσσαλίας πρέπει επίσης να αποδεχθούν, όπως έχουν αναγκαστεί να κάνουν και οι κάτοικοι άλλων ευρωπαϊκών χωρών μετά από σοβαρές πλημμύρες, ότι κάποιες περιοχές θα πρέπει να παραχωρηθούν προκειμένου να δοθεί χώρος στα ποτάμια». Πρόταση που υποστηρίζεται με μια αναφορά στη «σιδηρά κυρία» της Βρετανίας: «Οι αναγκαίες θυσίες για μια τέτοια προσπάθεια αποδίδονται πολύ καλά και με συμπυκνωμένο τρόπο μέσα από την ιστορική ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ όταν εφήρμοσε μέτρα λιτότητας για να σώσει τη βρετανική οικονομία: “Ναι, το φάρμακο είναι πικρό και βαρύ, αλλά ο ασθενής το χρειάζεται για να ζήσει”», αναφέρεται.

Όσον αφορά τις υπόλοιπες διαπιστώσεις του πορίσματος, στη Σύνοψη διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι:

  • Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων στη διαχείριση των πλημμυρών θα χρειαστεί για τις αντιπλημμυρικές υποδομές.
  • Με την κατασκευή περίπου 100 με 250 φραγμάτων ανάσχεσης (check dams) στις μικρότερες κοιλάδες, χαράδρες και ρέματα, σε συνδυασμό με λύσεις που βασίζονται στη φύση (nature based solutions), η μεγάλη ροή υδάτων από τις ορεινές περιοχές θα μειωθεί.
  • Οι αντιπλημμυρικές υποδομές στις πεδινές περιοχές επικεντρώνονται κυρίως σε κατοικημένες και βιομηχανικές περιοχές. Οι υποδομές θα αποτελούνται κυρίως από αναχώματα ποταμών, καθώς και από δευτερεύοντα εσωτερικά αναχώματα.
  • Συνιστάται η ίδρυση του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων ως Ν.Π.Ι.Δ.
  • Καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για τη δημιουργία ενός Συστήματος Προειδοποίησης που να λειτουργεί σε 24ωρη καθημερινή βάση.
  • Οι τομείς γεωργίας και κτηνοτροφίας στη Θεσσαλία βρίσκονται αντιμέτωποι και με έναν άμεσο και πολύ σοβαρό κίνδυνο, αυτόν της έλλειψης νερού και κατά συνέπεια της ερημοποίησης της περιοχής. Προς αντιμετώπιση της επικείμενης κρίσης θα πρέπει να υλοποιηθούν τα παρακάτω κύρια μέτρα: α) Περιορισμός της χρήσης του νερού, β) Εύρεση τρόπων για αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού, γ) Αναδιοργάνωση του γεωργικού τομέα για την παραγωγή προϊόντων υψηλότερης αξίας.
  • Μοναδική βιώσιμη, μακροπρόθεσμη λύση είναι η μεταφορά υδάτων από τον άνω ρου του ποταμού Αχελώου.

Οι αντιδράσεις

Η δημοσιοποίηση του πορίσματος της HVA International ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από επιστημονικούς φορείς, περιβαλλοντικές οργανώσεις και τοπικούς φορείς της Θεσσαλίας. Σε «πέτρα του σκανδάλου» αναδείχθηκε η πρόταση για θεσμοθέτηση του ΟΔΥΘ με τη νομική μορφή του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, ενώ αντιδράσεις υπήρξαν και για άλλες προβλέψεις του master plan όπως τον μεγάλο –κατά τους επικριτές– αριθμό έργων υποδομής (φραγμάτων, νέων αναχωμάτων) που προτείνονται.

Τα κενά στο master plan των Ολλανδών για τη Θεσσαλία

Τα αντεπιχειρήματα στις προτάσεις της ολλανδικής HVA International και οι δύσκολες επιλογές για το μέλλον του θεσσαλικού κάμπου.

Στις 13 Μαρτίου 2024, στον ιστότοπο της διαβούλευσης opengov.gr αναρτήθηκε

Ολοκλήρωση δημόσιας ηλεκτρονικής διαβούλευσης για το σχέδιο της κύριας έκθεσης της Ολλανδικής εταιρίας HVA, με αντικείμενο τη βελτίωση της διαχείρισης υδάτων, αγροτικών καλλιεργειών και αντιπλημμυρικής προστασίας στην Περιφέρεια Θεσσαλίας. το έκτασης 400 περίπου σελίδων πόρισμα της HVA International, της ολλανδικής εταιρείας που επελέγη για να εκπονήσει το σχέδιο αποκατάστασης της Θεσσαλίας μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του φθινοπώρου του 2023. Ακολούθησαν αντιδράσεις από επιστημονικούς φορείς, περιβαλλοντικές οργανώσεις και τοπικούς φορείς. 

Ορισμένα ενδεικτικά σχόλια στη «Διαβούλευση»

  • Το ΤΕΕ Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «ένα τέτοιο σχέδιο το οποίο εξετάζει πολλούς τομείς, όπως γεωργία-κτηνοτροφία, διαχείριση υδατικών πόρων, πολιτική προστασία κ.ά. θα έπρεπε αρχικά να συζητηθεί με τοπικούς και περιφερειακούς φορείς», κάτι που –όπως υποστηρίζεται– δεν συνέβη.
  • Το Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι «η τεχνική έκθεση δεν συμμορφώνεται με τα πρότυπα της διεθνούς βιβλιογραφίας και τους κανόνες σύνταξης τεχνικών κειμένων, εκδηλώνοντας σοβαρές ανεπάρκειες στη δομή και την παρουσίασή της».
  • Πέντε περιβαλλοντικές οργανώσεις (Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Greenpeace, WWF Ελλάς) επισημαίνουν μεταξύ άλλων ότι:

α) «Η έκθεση υπολείπεται σοβαρά σε σχέση με τις προδιαγραφές μελετών που ανατίθενται από το ελληνικό δημόσιο, στο πλαίσιο εφαρμογής του σχετικού ενωσιακού δικαίου»

β) «Η έκθεση περιγράφει μεγάλα έργα και θέτει το πλαίσιο για μελλοντικές αδειοδοτήσεις έργων», κάτι που σημαίνει ότι «εάν εγκριθεί από αρμόδιο υπουργό (…) τότε θα πρέπει απαραιτήτως να έχει πρώτα υποβληθεί σε στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλιώς σαφέστατα θα παραβιάζει την οδηγία 2001/42/ΕΚ

Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων | EUR-Lex».

γ) «Δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία του άρθρου 2Α του ν. 3316/2005

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3316 ΦΕΚ Α΄ 42/22.2.2005 | kodiko.gr, όπως ισχύει, καθώς εξ’ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε από πουθενά δεν προκύπτει ότι εγκρίθηκε από τον αρμόδιο υπουργό η ανάθεση εκπόνησης της έκθεσης προς τον σκοπό της δωρεάς, ούτε ότι καθορίστηκαν από αυτόν οι όροι και προδιαγραφές εκπόνησης της έκθεσης αυτής».

Ζητήσαμε από τον Θάνο Γιαννακάκη, συντονιστή Δράσεων για Λύσεις από τη Φύση της WWF, να μας εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η οργάνωσή του, όπως και άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, αντιδρούν στο πόρισμα της HVA.

«Οι προτάσεις των Ολλανδών αφορούν κυρίως μεγάλες κατασκευαστικές παρεμβάσεις», μας απαντά. «Είναι ενδεικτικό ότι στα έργα ορεινής υδρονομίας, τα ορεινά φράγματα, αφιερώνονται δυόμισι σελίδες. Στα προτεινόμενα όμως 23 μεγάλα φράγματα αφιερώνονται 60 σελίδες. Υπάρχουν συγκεκριμένες αναλύσεις με τεχνικές κατευθύνσεις και προδιαγραφές».

Το πόρισμα «δεν αναφέρει πουθενά μετακινήσεις των ήδη υπαρχόντων αναχωμάτων από τα ποτάμια», συνεχίζει ο Θάνος Γιαννακάκης, εξηγώντας ότι σε πολλές περιπτώσεις τα αναχώματα αυτά στενεύουν τις κοίτες των ποταμών με αποτέλεσμα να υποχωρούν από την πίεση του νερού. «Αντί να μεγαλώσουν οι κοίτες των ποταμών προτείνουν να παραμείνουν ίδιες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ζητούν να ενισχυθούν και να ψηλώσουν τα αναχώματα», προσθέτει. «Προτείνουν ακόμα την κατασκευή 150 χιλιομέτρων νέων αναχωμάτων εσωτερικά στον κάμπο τα οποία κυκλώνουν χωριά και δημιουργούν οικισμούς-φρούρια. Το κόστος είναι αστρονομικό, δεδομένου ότι κοστολογούν 5 εκατ. ευρώ κάθε χιλιόμετρο αναχώματος».

Ο επιστήμονας της WWF τονίζει ακόμα ότι το πόρισμα «επαναφέρει την εκτροπή του Αχελώου, παρότι το ΣτΕ την έχει σταματήσει έξι φορές, παραπληροφορώντας τους ανθρώπους ότι θα βρεθεί λύση, αντί να προκρίνουν προτάσεις για μείωση της απώλειας νερού». Σε άλλο σημείο, όπως τονίζει, το master plan προβλέπει «τη δημιουργία μιας αποστραγγιστικής τάφρου παράλληλα με τη ρίζα των βουνών των Αγράφων μήκους 40 χλμ, από την Καρδίτσα μέχρι το Μουζάκι, ώστε ό,τι νερά φτάνουν να πηγαίνουν σε αυτό το κανάλι και μετά να διοχετεύονται με πύλες. Όμως αν κόψεις το νερό που πηγαίνει στον κάμπο θα σταματήσει ο εμπλουτισμός του υπόγειου υδροφορέα».

Ακόμα, συνεχίζει ο Θάνος Γιαννακάκης, υπάρχει πρόβλεψη για εκβαθύνσεις ποταμών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα –όπως εξηγεί– το νερό να τρέχει πιο γρήγορα. Έτσι οι κοίτες αρχίζουν να διαβρώνονται και να καταρρέουν, με αποτέλεσμα να απαιτούνται παρεμβάσεις σταθεροποίησής τους με συρματοκιβώτια.

«Αν οι προβλέψεις του master plan υλοποιηθούν, προοπτικά η Θεσσαλία θα μεταμορφωθεί σε μια περιοχή γεμάτη φράγματα και αναχώματα», τα οποία μάλιστα «πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να αποτρέψουν τα προβλήματα που θα επιφέρει η έλλειψη νερού», λέει ο ίδιος.

Οι ενστάσεις για τον Οργανισμό Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας

Ο Θάνος Γιαννακάκης επισημαίνει ότι μεγαλύτερο πρόβλημα στο ολλανδικό σχέδιο αποτελεί η σύσταση του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ) με τη μορφή ΝΠΙΔ – η οποία υπερψηφίστηκε

Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας | Υδάτινοι Πόροι και Περιβάλλον Θεσσαλίας, παρά τις αντιδράσεις (μεταξύ άλλων και από την Περιφέρεια Θεσσαλίας) από την κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής στις 26 Απριλίου, στο πλαίσιο νομοσχεδίου του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με «ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των πολυεπίπεδων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής». 

Σύμφωνα με τον Γιαννακάκη, πρόκειται για μια εταιρεία που «θα λειτουργεί με όρους ιδιωτικής οικονομίας», η οποία αναλαμβάνει «τη διαχείριση του νερού, την κατασκευή των μεγάλων έργων, τη συγγραφή και υλοποίηση των σχεδίων διαχείρισης υδάτων και πλημμύρας, την επιβολή προστίμων». Η εταιρεία αυτή «δεν υπάρχει καμία διασφάλιση ότι θα λειτουργεί με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την υλοποίηση των οδηγιών για τα νερά και τις πλημμύρες». Αντιθέτως, θα λειτουργεί «για να κερδίζει χρήματα διαχειριζόμενη το νερό που χρησιμοποιούν οι αγρότες».

Σημειώνεται ότι, όπως υπογράμμιζαν

Το νερό είναι δημόσιο αγαθό… αλλά όχι για τη Θεσσαλία! | WWF λίγες ημέρες πριν τη θεσμοθέτηση του Οργανισμού η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Greenpeace και η WWF Ελλάς, η τιμολογιακή πολιτική που θα επιβάλλει ο ΟΔΥΘ «θα πρέπει να καλύπτει τις λειτουργικές δαπάνες του οργανισμού». Όμως «τo master plan της HVA προβλέπει υψηλότατη μισθολογική πολιτική για τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ΟΔΥΘ (για 10 διευθυντές και έναν δικηγόρο από την ελεύθερη αγορά ζητάει ετησίως 3 εκατομμύρια ευρώ). Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει (άρθρο 10 του καταστατικού) αμοιβές για τα 13 μέλη του ΔΣ του ΟΔΥΘ, εκ των οποίων οι Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος προσεγγίζουν τις ετήσιες αποδοχές του ανώτατου δικαστικού λειτουργού της χώρας, δηλαδή του Προέδρου του Αρείου Πάγου». «Από αυτές τις διατάξεις», σημείωναν οι οργανώσεις, «γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι τους υπέρογκους μισθούς θα τους πληρώνουν οι Θεσσαλοί αγρότες και καταναλωτές του νερού». 

Το inside story απευθύνθηκε στην HVA International στέλνοντας αναλυτικές ερωτήσεις σχετικά με το master plan για τη Θεσσαλία και ζητώντας της να τοποθετηθεί έναντι των ενστάσεων που εγείρουν επιστημονικοί και άλλοι φορείς και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντήσει στα ερωτήματα.

Οι κλιματικοί μετανάστες της Ελλάδας

Πίσω στη Θεσσαλία, οι αγρότες και οι υπόλοιποι κάτοικοι προσπαθούν να ορθοποδήσουν, ισορροπώντας ανάμεσα στα απανωτά πλήγματα από πλημμύρες και ξηρασία.

Δεν είναι εύκολο. Όπως λέει ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας (ΕΟΑΣΚ) Κώστας Τζέλλας, η δύσκολη καθημερινότητα και η απελπιστική οικονομική κατάσταση μεταφράζονται πλέον σε ψυχολογικά προβλήματα – «ειδικά για τους ηλικιωμένους, που ξαφνικά και βίαια έχασαν το σπίτι τους». «Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν φύγει μόνιμα από την περιοχή. Άλλοι λένε πως έφυγαν προσωρινά, όμως αυτό το προσωρινά ίσως γίνεται μόνιμα», προσθέτει. «Αυτό θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες».

Η μετακίνηση αγροτικού πληθυσμού για βιοποριστικούς λόγους, φαινόμενο του οποίου πλέον γίνεται μάρτυρας και η Θεσσαλία, αποτελεί την πιο σκληρή ίσως επίπτωση της ερημοποίησης. Όπως εξηγεί ο Ορέστης Καΐρης, επίκουρος καθηγητής Χαρτογράφησης και Αξιολόγησης Εδαφών στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «η ακραία υποβάθμιση των εδαφών, σε σημείο που να μην μπορούν να υποστηρίξουν τη φυτική παραγωγή, έχει ως κοινωνικοοικονομική επίπτωση τη μετανάστευση, εσωτερική ή εξωτερική, του πληθυσμού των γεωργικών περιοχών».

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν απειλεί μόνο τη Θεσσαλία, αλλά το 50% της ελληνικής επικράτειας, όπως είχε δηλώσει

Σπήλιος Λιβανός: Το 50% του Ελλαδικού χώρου κινδυνεύει με ερημοποίηση, αν αδρανήσουμε | Ομιλία στην εκδήλωση του ΥΠΑΑΤ για την Παγκόσμια Ημέρα Καταπολέμησης της Ερημοποίησης και της Ξηρασίας σε ομιλία του το 2021 ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σπήλιος Λιβανός, επικαλούμενος την προβολή στον ελλαδικό χώρο των σεναρίων της Κομισιόν. Και όμως, η ελληνική Πολιτεία κινείται «στα τυφλά» καθώς οι τελευταίες σχετικές μελέτες έγιναν 23 χρόνια πριν.

«Τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε για να αναλύσουμε τον κίνδυνο ερημοποίησης της χώρας προέρχονται από το 2001 και την πρώτη Εθνική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης», λέει ο Ορέστης Καΐρης, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να συσταθεί άμεσα μια νέα διαρκής Εθνική Επιτροπή με μέλη από όλες τις συγγενείς με το φαινόμενο επιστήμες, η οποία καταρχάς «να συγκεντρώσει, να αξιολογήσει και να συνθέσει όλα τα σύγχρονα γεωχωρικά δεδομένα (εδαφολογικά, κλιματικά, χρήσεων γης), προκειμένου να επικαιροποιήσει τον εθνικό χάρτη κινδύνου ερημοποίησης της Ελλάδας».

Τη σημασία αναλυτικής διερεύνησης του κινδύνου ερημοποίησης υπογραμμίζει και ο καθηγητής Εδαφολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Διονύσης Γασπαράτος, επισημαίνοντας ότι από το 2001 έως το 2024 τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Την ανάγκη για επικαιροποιημένα στοιχεία μάλιστα καθιστά επιτακτική το γεγονός ότι το σύνολο της Μεσογείου αναδεικνύεται σε «hot spot» της κλιματικής κρίσης, με τα σχετικά φαινόμενα να εκδηλώνονται εντονότερα από ό,τι σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Στην περίπτωση της Θεσσαλίας πάντως, ακόμα και τα παλαιά διαθέσιμα δεδομένα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: «Ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας ήταν σχετικά ψηλά, στα 2-5 μέτρα από την επιφάνεια του εδάφους, σήμερα για να αντλήσουμε νερό πρέπει ενίοτε να φτάσουμε ακόμα και στα 300 μέτρα», υπογραμμίζει ο Γασπαράτος, τονίζοντας ότι σε περιοχές κοντά στη θάλασσα, όπως στον Αλμυρό, παρατηρείται εισροή θαλασσινού νερού και υφαλμύρωση των υδάτων. «Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι κάτι δεν γίνεται σωστά πολλά χρόνια τώρα», συνεχίζει και εξηγεί: «Η υπεράντληση και η μη σωστή άρδευση ταπείνωσαν πολύ τον υδροφόρο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να τον αναζητούμε πλέον πολύ βαθιά – και οι παραγωγοί, που χρησιμοποιούν, σύμφωνα με τελευταία δεδομένα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, 22.000 γεωτρήσεις, να συνεχίζουν να πηγαίνουν ολοένα και βαθύτερα». Όπως σημειώνει ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ήδη από τη δεκαετία το 1980, χωρίς συντονισμό και καθοδήγηση, οι αγρότες άρχισαν να κάνουν ανεξέλεγκτα γεωτρήσεις με αποτέλεσμα τη σταδιακή ταπείνωση του υπόγειου υδροφορέα».

Πρέπει να ξεχάσουμε το βαμβάκι;

Το εντεινόμενο υδατικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η Θεσσαλία οδήγησε, όπως προαναφέρθηκε, τους Ολλανδούς της HVA να προτείνουν μεταξύ άλλων μέτρων την αλλαγή καλλιεργειών. «Αυτό που προτείνεται ως λύση ώστε να διασφαλιστεί το εισόδημα των αγροτών και παράλληλα να προστατευτεί ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής, είναι να υλοποιηθεί μια σταδιακή, πολυετής και συντονισμένη μετάβαση στις καλλιέργειες, από χαμηλής αξίας και υψηλών απαιτήσεων σε νερό (π.χ. βαμβάκι και καλαμπόκι) σε καλλιέργειες κηπευτικών και φρούτων που απαιτούν (τις περισσότερες φορές) λιγότερο νερό και χώρο, ενώ παράλληλα έχουν υψηλότερη αξία παράγοντας μεγαλύτερο εισόδημα για τους παραγωγούς», αναφέρεται στη Σύνοψη του master plan. «Προτείνεται ακόμα, η παρούσα παραγωγή ζωοτροφών να αναδιαμορφωθεί είτε στρέφοντας την παραγωγή σε καλλιέργειες που απαιτούν λιγότερο νερό, είτε αγοράζοντας ζωοτροφές που παράγονται σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενώ τα χωράφια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή προϊόντων υψηλότερης αξίας».

Η μετάβαση αυτή, τονίζει ακόμα η HVA, προτείνεται «να πραγματοποιηθεί σε ένα χρονικό διάστημα όχι περισσότερο από έξι χρόνια, λόγω της αμεσότητας του κινδύνου παντελούς εξάντλησης των αποθεμάτων νερού στην περιοχή και να γίνει μέσω μιας προσεκτικά σχεδιασμένης στρατηγικής για την υλοποίηση της μετάβασης».

Ο Διονύσης Γασπαράτος πάντως επισημαίνει ότι πριν προχωρήσουμε σε δραστικά μέτρα όπως η αλλαγή καλλιεργειών, απαιτείται να δοκιμάσουμε πιο ήπιες μεθόδους μετριασμού του υδατικού ελλείμματος το οποίο αντιμετωπίζει η Θεσσαλία. «Χρειάζεται επανασχεδιασμός του αρδευτικού δικτύου από τους ειδικούς επιστήμονες, έτσι ώστε να μειωθούν οι απώλειες στη διανομή. Χρειάζεται ακόμα να εξεταστούν από τους ειδικούς τα συστήματα άρδευσης και οι απώλειες και να μεταβούμε σε μεθόδους που προσφέρουν εξοικονόμηση νερού. Αν γίνουν όλα αυτά και δεν αποδώσουν, τότε μπορούμε να εξετάσουμε την αλλαγή καλλιεργειών».

Αναφερόμενος συγκεκριμένα στην καλλιέργεια βαμβακιού, ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών επισημαίνει ότι «υπάρχουν παραγωγοί οι οποίοι έχουν επενδύσει στο βαμβάκι, γιατί καλλιεργείται επί δεκαετίες στον θεσσαλικό κάμπο. Υπάρχει εξοπλισμός, υποδομές και τεχνογνωσία». Ως εκ τούτου, «το να πούμε οριζόντια ‘’μην καλλιεργείτε βαμβάκι’’ δεν είναι λύση. Θα μπορούσαμε όμως να προκρίνουμε τον περιορισμό της καλλιέργειας βαμβακιού στοχευμένα στο ανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας, το οποίο πάσχει περισσότερο από έλλειψη νερού. Πριν φτάσουμε σε ένα τόσο δραστικό μέτρο όπως η αλλαγή καλλιέργειας πρέπει να προηγηθούν πολλά βήματα, γιατί το παραγωγικό μοντέλο μιας περιοχής όπως η Θεσσαλία, που αποτελεί την καρδιά της γεωργίας στην Ελλάδα, δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη».

Ο Ορέστης Καΐρης συμφωνεί: «Η ύπαρξη τεχνογνωσίας, εξοπλισμού αλλά και μιας αγροτικής οικονομίας που εδώ και δεκαετίες έχει εγκαθιδρυθεί στη βάση συγκεκριμένων καλλιεργειών, αποτελούν παράγοντες που δεν πρέπει να αγνοεί κανείς, ανεξάρτητα με το ποιες θα ήταν αντικειμενικά οι πλέον ιδανικές καλλιέργειες για μια περιοχή που πλήττεται από ξηρασία», τονίζει. Οι ενέργειες άλλωστε που πρέπει να προηγηθούν πριν αποφασιστεί μια τέτοιου τύπου δραστική ενέργεια, όπως η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, είναι πολλές και σύνθετες: «Πρέπει να γίνει απογραφή των εδαφικών πόρων στην κατάλληλη κλίμακα – δειγματοληψίες εδαφών, εργαστηριακές αναλύσεις, χαρτογραφήσεις καθώς και αξιοποίηση υπαρχόντων δεδομένων των προαναφερόμενων κατηγοριών, αξιολόγηση των γαιών, του κλίματος, της τοπογραφίας, των χρήσεων γης, των ενδεχόμενων υποβαθμίσεων και φυσικών περιορισμών προκειμένου οποιαδήποτε περιοχή να είναι δυνατόν να διαβαθμιστεί σε κλάσεις καταλληλότητας για συγκεκριμένες καλλιέργειες. Είναι πλέον αναγκαιότητα από τις γενικεύσεις να οδηγηθούμε σε περισσότερο εντοπισμένες λύσεις, δηλαδή να μεταβούμε από το επίπεδο της λεκάνης απορροής στο επίπεδο του αγροτεμαχίου».

Στις συμπληγάδες πλημμυρών και ξηρασίας

Στον Αλμυρό, εκείνο το απόγευμα Δευτέρας, πολλοί από τους εκατοντάδες πιστούς που συμμετείχαν στη λιτανεία κατά της ανομβρίας ακολούθησαν την εικόνα της Παναγιάς Κάτω Ξενιάς ως αργά το απόγευμα.

Για τον δήμαρχο της κωμόπολης Δημήτρη Εσερίδη, πάντως, ήταν σαφές ότι η επιταχυνόμενη εναλλαγή μεταξύ πλημμυρών και ξηρασίας αποτελεί συνέπεια της κλιματικής κρίσης η οποία, όπως λέει στο inside story, «πρέπει να ανησυχεί τους κυβερνώντες όλων των κρατών του κόσμου, να δουν ότι το πρόβλημα είναι έξω από την πόρτα μας». Ο ίδιος ζητά να τεθεί σε λειτουργία μια λιμνοδεξαμενή που υπάρχει στην περιοχή, χωρητικότητας 4,5 εκατ. κυβικών μέτρων νερού, η οποία «σχεδιάστηκε και άρχισε να κατασκευάζεται το 1995 όμως μέχρι σήμερα δεν έχει λειτουργήσει».

Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα δυτικότερα, στον κάμπο της Καρδίτσας, ο Κώστας Τζέλλας ανησυχεί ότι το master plan των Ολλανδών ανοίγει τον δρόμο για την ιδιωτικοποίηση του αγροτικού νερού. «Θεωρώ ότι είναι κεντρικός πολιτικός σχεδιασμός και έχει άμεση σχέση με αυτό που φωνάζουμε, το να μαζευτεί η γη και η παραγωγή σε χέρια λίγων», λέει. Ο ίδιος τάσσεται υπέρ παρεμβάσεων όπως η δημιουργία κλειστών κυκλωμάτων άρδευσης, συστημάτων στάγδην άρδευσης σε όλα τα χωράφια –«κάτι που λέμε τουλάχιστον από το 2009»– λιμνοδεξαμενών για τη συγκράτηση του νερού αλλά και της ολοκλήρωσης της εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου.

Ο Διονύσης Γασπαράτος υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά το νερό, έχει σημασία να μην παραβλέπουμε τις διαφορές που έχει η δυτική από την ανατολική Θεσσαλία. «Το γεγονός ότι πάντα η δυτική Θεσσαλία ήταν πιο πλούσια σε νερά σε σχέση με την ανατολική, διαφοροποιεί τα χαρακτηριστικά της περιοχής», αναφέρει. Τονίζει δε τη σημασία της διαφορετικής χωρικής προσέγγισης για την αντιμετώπιση του προβλήματος, στην οποία –όπως αναφέρει– δεν εστίασαν ιδιαίτερα οι Ολλανδοί. «Ακόμα και ο Ντάνιελ δεν έπληξε με τον ίδιο τρόπο όλες τις περιοχές της Θεσσαλίας», συνεχίζει. «Σε άλλες περιοχές είχαμε πολύ σοβαρά φαινόμενα, σε άλλες λιγότερο. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές το νερό παραμένει έως σήμερα. Πάντα χρειάζεται χρόνος για να αξιολογηθεί σωστά μια κατάσταση – και η πίεση για άμεσες απαντήσεις, που ίσως προκαλείται εν μέρει και από την τρέχουσα δημοσιογραφική επικαιρότητα, οδηγεί αρκετές φορές σε παρερμηνείες», λέει.

Ενίοτε βεβαίως την αίσθηση του επείγοντος δημιουργούν οι ίδιες οι συνθήκες: Νέοι «Ντάνιελ» είναι βέβαιο ότι θα χτυπήσουν ξανά την Ελλάδα. Το πού είναι άγνωστο, όμως στη «ζώνη κινδύνου» εντάσσονται πολλές περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα. «Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα πολύ έντονα φαινόμενα αρχίζουμε να τα βλέπουμε συχνότερα» λέει ο διευθυντής ερευνών του Αστεροσκοπείου Κώστας Λαγουβάρδος, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι περιοχές, κυρίως της ανατολικής και νότιας χώρας συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης, είναι ευάλωτες στα έντονα καιρικά φαινόμενα των οποίων η συχνότητα αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο χρόνος που ενδέχεται να χτυπήσει μια νέα καταστροφή είναι άγνωστος, ωστόσο ο Σεπτέμβριος αποτελεί έναν άκρως επικίνδυνο μήνα καθώς, όπως εξηγεί ο Λαγουβάρδος, «οι θάλασσες είναι ακόμα αρκετά ζεστές και επομένως όταν σχηματιστούν κάποια βαρομετρικά χαμηλά ή μεσογειακοί κυκλώνες, μπορούν να εμπλουτιστούν πιο εύκολα με υδρατμούς και επομένως να δώσουν μεγαλύτερα ύψη βροχής».

Για τον Θάνο Γιαννακάκη της WWF, το κλειδί για την προσαρμογή στην κλιματική κρίση βρίσκεται σε λύσεις βασισμένες στη φύση. «Χρειάζονται έργα αποκατάστασης των ποταμών, με διάνοιξη της κοίτης και φύτευση παρόχθιων δέντρων που θα συγκρατούν το έδαφος», λέει. Κάποιες από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις θα βρεθούν εντός πλημμυρικών ζωνών, όμως όπως υπογραμμίζει «μπορούν οι ίδιοι οι άνθρωποι να αποφασίσουν, με διαβούλευση, ποια χωράφια θα πλημμυρίζουν σε περίπτωση ανάγκης, και να φτιαχτεί ένας χρηματοδοτικός μηχανισμός για να αποζημιώνει αυτούς τους καλλιεργητές».

Σε πολλές περιπτώσεις, οι λύσεις βρίσκονται πολύ μακριά από τις πεδιάδες: «Πρέπει να γίνουν έργα ορεινής υδρονομίας και να ενδυναμωθούν οι δασικές υπηρεσίες που τα κατασκεύαζαν στο παρελθόν

Χωρίς δασικούς υπαλλήλους δεν θα επιβιώσουν τα δάση, οι οποίες έχουν αποδυναμωθεί εντελώς», λέει ο ερευνητής της WWF. «Να υπάρχει καθυστέρηση στη ροή του νερού, και παράλληλα να κρατηθεί το χώμα στα ορεινά». Αλλά και στα πεδινά, απαιτείται «να φτιαχτούν κλειστά δίκτυα άρδευσης και να προωθηθούν έργα εμπλουτισμού του υπόγειου υδροφορέα».

«Τέτοια έργα θα περιμέναμε για να μια πραγματικά βιώσιμη Θεσσαλία», καταλήγει ο Γιαννακάκης. «Όλα τα άλλα είναι ασπιρίνες, που ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις απλώς να μετατοπίσουν το πρόβλημα χρονικά λίγο αργότερα. Θα είμαστε όμως, δυστυχώς, μάρτυρες αυτών των εξελίξεων. Δεν αφορούν την επόμενη γενιά. Πάμε χρόνο τον χρόνο…».