Το φεγγάρι και η σκιά του διαβόλου.

Αρθογραφία Συνεργάτες

Στις κορυφές των Αγράφων που είναι τόσο ψηλά ώστε οι σταγόνες της βροχής δε λαβώνονται όταν πέφτουν μα μένουν σαν χάντρες πάνω στις πέτρες, εκεί που το φεγγάρι φαίνεται τρανό σαν μυλόπετρα όταν ανοίγουν τα σύννεφα, εκεί επάνω οι τσέλιγκες λένε ότι η σκιά του διαβόλου καίει τα μάτια του φεγγαριού.

Παλιότερα, πριν γίνουν ο ήλιος και τα αστέρια, ο διάβολος φοβήθηκε μην του κλέψουν τη σκιά και τον καθυποτάξουν, κι έτσι αποφάσισε να την κρύψει. Ήταν φοβερός ο ίσκιος του, μαύρος σαν νεκρικό ποτάμι και ζεστός σαν πυρωμένο σίδερο. Ο διάβολος τον τύλιξε μέσα στο σκήπτρο του, στο οποίο έπειτα έδωσε τη μορφή μιας ταπεινής γκλίτσας. Πήρε τις στράτες και τα ξέφωτα, ξεχύθηκε στους μαχαλάδες και στις σκιερές πλατείες με τα απέθαντα πλατάνια. Όπως και τώρα έτσι και τότε δεν ξεχώριζε από άνθρωπο, ντυμένος καθώς ήταν με τραγόμαλλη κάπα και με μια τραγιάσκα τριμμένη. Μήτε η γκλίτσα του φαινόταν παράταιρη κι ας έκοβε την πέτρα στα δυο, κι ας έκανε τη στράτα να αχνίζει σα βρεγμένο κάρβουνο.

Έπιανε κουβέντα με τους ανθρώπους ο διάβολος και ζήταγε ψωμί, τυρί και κρύο νερό, κρασί και μυρωδάτα κοψίδια. Για ν’ ακουμπήσει τα φιλέματα έβγαζε απ’ το ταγάρι του ένα δίσκο από χλωμό ασήμι, που ήταν γυαλισμένος σαν καθρέφτης κι έπειτα ρώταγε τους ανθρώπους βροντόφωνα, αν ήξεραν κάποια κρυψώνα τόσο φοβερή που μήτε το φεγγάρι να τη γνωρίζει. Κι όλοι απάνταγαν πως το φεγγάρι τα βλέπει όλα και δεν υπάρχει κρυψώνα κάτω ή πάνω από τη γη που να μη φτάνει το βλέμμα του. Ο διάβολος τούς έλεγε τότε πως είχε βρει ένα μέρος κρυφό απ’ όλους. Και λέγοντας αυτά κρυφοκοίταζε μέσα στο δίσκο κι έβλεπε το φεγγάρι να τον παρατηρεί από πάνω, να ακούει τα λόγια του και γέλαγε ο διάβολος μέσα του, γιατί είχε ήδη αποφασίσει πού θα έκρυβε τη σκιά του.

Όταν σιγουρεύτηκε πως το ενδιαφέρον του φεγγαριού είχε κεντριστεί, ο διάβολος έφυγε από τα μέρη των ανθρώπων και χώθηκε σε βουνά και λαγκάδια, φαράγγια και λίμνες, μέχρι που έφτασε σε μια σπηλιά πλάι στα Τάρταρα, ένα κοίλωμα κρυφό σαν πετρωμένη χούφτα. Έβγαλε τον ασημένιο δίσκο και καυχήθηκε πως κανείς, μήτε το φεγγάρι, δεν μπορούσε να φτάσει σ’ αυτό το μέρος – κι ας έβλεπε στο χλωμό ασήμι του δίσκου το βλέμμα του φεγγαριού να διαπερνά χώμα και πέτρα, πυρωμένο από την περιέργεια. Άφησε εκεί το σκήπτρο που κράταγε τη σκιά του και χάθηκε.

Το φεγγάρι κατέβηκε στα σπλάχνα της γης, σ’ εκείνη τη σπηλιά, και περιεργάστηκε τη γκλίτσα του διαβόλου. Άκουσε από μέσα της αμυδρούς ψιθύρους μεγαλείου και την άνοιξε να δει τι έκρυβε μέσα. Ευθύς βγήκε η σκιά του διαβόλου, πελώρια, μια μαύρη πυρκαγιά που τυλίχτηκε γύρω από το φεγγάρι και του έκαψε τα μάτια. Έσκουξε εκείνο και πέταξε ψηλά μα η σκιά είχε γραπωθεί με μαύρα νύχια πάνω του και μήτε όταν έφτασε στον ουρανό κατάφερε να την αποτινάξει. Γιατί αυτό ήταν το σχέδιο του διαβόλου: να κρύψει τη σκιά του στον ουρανό, μακριά από όλους, εκεί που μονάχα το φεγγάρι στέκει.

Από τότε, κάθε μήνα, η σκιά του διαβόλου σιγοκαίει το φεγγάρι μέχρι που αυτό χάνεται κι αυτή πέφτει σε έναν νωθρό ύπνο. Ο διάβολος όμως δε θέλει να χαθεί για πάντα το φεγγάρι, γιατί φοβάται μήπως μαζί του χαθεί κι η σκιά του. Μια φορά το μήνα περνάει απ’ τα χωριά των Αγράφων μαζί με τον ασημένιο δίσκο του. Καυχιέται βροντόφωνα για νέους θησαυρούς και κρυψώνες κι απλώνει τον δίσκο μπροστά του. Τότε το φεγγάρι ξαναβγαίνει δειλά, κι αρχίζει να μεγαλώνει καθώς τρέφεται με περιέργεια και υποσχέσεις έως την πανσέληνο όπου ξυπνάει η σκιά και ο κύκλος ξαναρχίζει. Τα μάτια του όμως δεν γιάνουν ποτέ και παραμένουν δυο γάνες πάνω στο νυχτερινό ουρανό.