ΠΕΤΡΙΛΙΑ ΑΡΓΙΘΕΑΣ / ΦΩΤΟ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΒΕΝΤΖΟΥΡΗΣ.

Πετρίλια Αργιθέας: το φίλεμα.

Αρθογραφία Πολιτισμός

«Πέρνα μέσα να σε φιλέψω κάτι». Μια έκφραση που ακούγεται τόσο συχνά αν τύχει να διαβαίνεις τα σοκάκια του Πετρίλου. Αν για λίγο κοντοσταθείς στον αυλόγυρο του εκάστοτε σπιτιού και καλημερίσεις τον κόσμο σίγουρα θα σε προσκαλέσουν γι’ αυτό το φίλεμα. Για να ξαποστάσεις. Να πάρεις μια ανάσα. Να πεις δυο κουβέντες. Μια εμπειρία που κρίνεται επιτακτική, τόσο για σένα τον ίδιο, όσο, και ίσως περισσότερο, για τον οικοδεσπότη. Σαν ένα ξαλάφρωμα ψυχής.

Το φίλεμα κατά κύριο λόγο, στην περιοχή μας, αφορά την προσφορά φαγητού ή κάποιου είδους ροφήματος. Από ένα ποτήρι νερό μέχρι καφέ ή τσίπουρο. Από ένα λουκούμι τριαντάφυλλο μέχρι ένα σοκολατάκι ή ακόμα και ένα πιάτο φαγητό. Φαγητό που έχει ετοιμαστεί εκείνη τη μέρα για το σπιτικό. Χωρίς πολυτέλειες και φανφάρες. Και αυτό γιατί πρώτον η ζωή στα ορεινά ήταν δύσκολη και δεν χάριζε απλόχερα την πολυτέλεια του κάμπου και δεύτερον και πιο σημαντικό είναι για την ενσωμάτωση του φιλοξενούμενου στην οικογένεια του σπιτιού. Είναι κάτι βαθύτερο και πέρα για πέρα ηθικό. Να νιώσει ο «ξένος» οικεία, ένα με το «σύστημα» του σπιτιού και ότι η παρουσία του δεν ξεβολεύει και δεν βγάζει εκτός προγράμματος την ροή της οικογένειας.

Τα φιλέματα μπορούμε να χωρίσουμε άτυπα σε δυο κατηγορίες. Στα καθημερινά και στα επίσημα. Επίσημα όσον αφορά γιορτές ή κάποιες κοινωνικές εκδηλώσεις που ξεφεύγουν από το καθημερινό και το τυχαίο.

Έχω αμέτρητα τέτοια προσωπικά παραδείγματα που αφορούν καθημερινά φιλέματα, που τα θεωρώ πιο άμεσα και άξια αναφοράς, με εμένα ως φιλοξενούμενο αλλά και ως οικοδεσπότη ή ακόμα και σε «ρόλο» παρατηρητή. Ως φιλοξενούμενος νιώθω την υποχρέωση να αναφερθώ σε δύο ζευγάρια ανθρώπων. Στη γιαγιά Σοφία Σβεντζούρη (αδερφή του παππού μου Χρήστου Σβεντζούρη) και τον παππού Γιώργο Αναγνώστου (γαμπρό του παππού μου) που πλέον δεν είναι στη ζωή, αλλά έχουν γεμίσει την καρδιά μου με ζεστασιά από την απλόχερη φιλοξενία τους και την αγάπη τους κάθε φορά που επισκεπτόμουν το σπιτικό τους. Το δεύτερο ζευγάρι αφορά τον Φάνη Σβεντζούρη, πρώτο ξάδερφο του παππού μου, και τη γυναίκα του Φώτω Σβεντζούρη, που βρίσκονται ακόμα εν ζωή και συνεχίζουν να με καλοδέχονται στο σπίτι τους κάθε φορά με την ίδια ζεστασιά. Και τα δύο αυτά ζευγάρια τους καλοκαιρινούς μήνες ζούσαν στον μαχαλά Άνω Μάγειρος Πετρίλου. Ανάλογα με τη δεκαετία το φίλεμα άλλαζε όσον αφορά τα είδη προσφοράς.

Στην πρώτη μου δεκαετία το κέρασμα που δεχόμουν ήταν ανάμεσα σε λουκούμι ή σοκολατάκι, ένα ποτήρι χυμό ή νερό, καμιά φέτα μερέντα ή μαρμελάδα, ή αυγόφετες ή στη χειρότερη των περιπτώσεων, αν δεν υπήρχε τίποτα απ’ όλα αυτά, πυρωμένες φέτες ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Αν και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα και ξανά φέρνω αυτές τις όμορφες μνήμες καμιά φορά τα έτρωγα όλα αυτά μαζί! Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας ενσωματώθηκε και ελληνικός καφές και στο τέλος αυτής, εκεί στα φοιτητικά μου χρόνια, το σίγουρο φίλεμα ήταν ένα λουκούμι, ένα ποτήρι κρύο νερό και τσίπουρο. Και όλα αυτά τα επισφράγιζε το φαγητό που όπως προανέφερα ήταν το φαγητό της ημέρας. Από όσπρια μέχρι παραδοσιακές πίτες ή ό,τι θα έτρωγαν εκείνη την ημέρα οι οικοδεσπότες.

Εκτός από τις δικές μου εμπειρίες σαν φιλοξενούμενος, ως παρατηρητής έχω δει τους χωριανούς μου να ανοίγουν τα σπιτικά τους σε οποιονδήποτε έχει ανάγκη για ένα ποτήρι νερό και λίγο χρόνο να ξαποστάσει. Τρανό παράδειγμα φιλέματος είναι η εξής ιστορία που την ανέλυσα μετά από χρόνια που τη βίωσα. Γιαγιά έχει φιλοξενήσει στην αυλή της ένα γκρουπ από 10 Γερμανούς πεζοπόρους. Χωρίς να έχει ιδέα από γερμανικά η γιαγιά τους είχε ήδη προσφέρει ένα ποτήρι νερό και ένα λουκούμι στον καθέναν. Και έβλεπες χωρίς να μιλούν να απολαμβάνουν απλά όλοι μαζί αυτήν τη στιγμή με ένα βαθύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους και μια ζεστασιά λες και γνωρίζονταν χρόνια. Απ’ ότι φαίνεται μερικές φορές η έμπρακτη προσφορά είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο και έτσι υπάρχει ένα αποτέλεσμα που αν δεν το ζήσεις σαν δέκτης ή ακόμα και σαν πομπός, δύσκολα θα το καταλάβεις.

Η δεύτερη κατηγορία που αφορά το επίσημο φίλεμα είναι στην πιο στοχευμένη μορφή του και ακολουθείται από ήθη και έθιμα του τόπου μας. Θα φέρω σαν παράδειγμα τη γιορτή στις 15 Αυγούστου όπου η εκκλησία στον μαχαλά μου, Κρανιά Πετρίλου, γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου και πραγματοποιείται ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια σε όλη την Αργιθέα. Εκεί οι προετοιμασίες ξεκινάνε μια μέρα πριν, δηλαδή από τις 14 Αυγούστου όπου από πολύ πρωί γίνονται όλες οι προετοιμασίες των φαγητών και οι προεργασίες για το φίλεμα των καλεσμένων στον προαύλιο χώρο του σπιτιού μας.

Όταν έφτανε η μέρα της γιορτής με τη λήξη της λειτουργίας στην εκκλησία και εκεί που ο κόσμος ήταν συναθροισμένος στον προαύλιο χώρο απολαμβάνοντας τη συντροφιά του, μιας και οι περισσότεροι ίσως είχαν καιρό να ειδωθούν από κοντά, θυμάμαι τον παππού και τον πατέρα μου Χρήστο και Βασίλειο Σβεντζούρη να προσκαλούνε τον κόσμο σπίτι μας λέγοντας την φράση «σας περιμένουμε σπίτι μας να σας φιλέψουμε».

Εκείνη την ημέρα, ημέρα συσσωρευμένης κούρασης και από την προηγούμενη αλλά και από αυτό που θα επακολουθούσε, περνούσαν από το σπίτι μας 60 με 70 άτομα τα οποία και φιλεύαμε. Δεν θα αναφερθώ σε περισσότερα στοιχεία για τον πανηγύρι στις 15 Αυγούστου. Ίσως να το κάνω σε κάποιο άλλο άρθρο γιατί υπάρχει ολόκληρη ιεροτελεστία – προεργασία ημερών. Το μόνο που θα αναφέρω είναι ότι κύριο μέλημά μας ήταν να φύγει ο κόσμος ευχαριστημένος από το φίλεμα το οποίο κατά πάσα πιθανότητα κατέληγε σε γλέντι με χορούς και άφθονο αλκοόλ. Και αν έπαιρνε αυτήν την τροπή μάλλον κάπου είχαν συμβάλει όλοι προς το καλό!

Εν κατακλείδι, αυτό που θέλω να αναφέρω είναι ότι το φίλεμα κρύβει έντονα μέσα το στοιχείο της φιλοξε- νίας. Τα σπίτια στην Αργιθέα πάντα είναι ανοιχτά για τον κόσμο. Ένα «έθιμο» που προσπαθεί να μεταφερθεί από γενιά σε γενιά. Είναι ωραίο συναίσθημα να μοιράζεις ζεστασιά και να κάνεις τον άλλον να αισθανθεί μέρος του δικού σου συνόλου. Στην τελική δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να το πετύχεις αυτό. Λίγα υλικά αγαθά και δυο καλές κουβέντες φτάνουν για να κερδίσεις κάποιον που ίσως το έχει ανάγκη.

Τέλος μια φράση κρατάω όλα αυτά τα χρόνια από τον μακαρίτη τον παππού μου, «το σπίτι δεν τον κάνουν τα ντουβάρια αλλά οι άνθρωποι που αναπνέουν μέσα σε αυτό».