Η στράτα του φιδιού.

Αρθογραφία

Στις δασωμένες κορφές πάνω απ’ το Φουντωτό είναι χαμένος ένας μικρός οικισμός που φαίνεται σ’ ελάχιστους χάρτες. Τ’ όνομά του είναι Ναπάρτικα Κάλι, που στα βλάχικα σημαίνει στράτα του φιδιού.

Από καταβολής του οικισμού αυτού οι χωριανοί είχαν χαράξει ένα μεγάλο φίδι γύρω απ’ την κοντινή βρύση και είχαν αφιερώσει στα ερπετά την ράχη πάνω απ’ τα ψηλότερα σπίτια, έτσι που δεν πάταγε άνθρωπος εκεί. Ως εκ τούτου η πλαγιά έχει γίνει πυκνός λόγγος γεμάτος ελάτια, αγκαθωτά πουρνάρια και θεόρατα λιθάρια στα οποία οι παλιοί λέγαν πως έφτιαχναν τα δικά τους χωριά τα φίδια του βουνού.

Μια αφέγγαρη νύχτα πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια, στα τέλη του εμφυλίου, επικρατούσε πανικός στο χωριό – είχε μαθευτεί πως οι ντόπιοι είχαν βοηθήσει μια χούφτα αντάρτες να ξεφύγουν, κι ένα τάγμα στρατού πλησίαζε για αντίποινα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά απεύθυναν έκκληση στα φίδια του βουνού κι έπειτα βγήκαν στην πάνω μεριά του χωριού και χώθηκαν μες στο δάσος που δεν το ‘σχιζε κανένα μονοπάτι.

Οι καρδιές τους πάγωσαν σαν είδαν τις σιλουέτες απ’ τα δέντρα στο λιγοστό φως των άστρων – τους φάνηκε πως οι κορμοί θρόιζαν και κουλουριάζονταν, πως κινούνταν ανεπαίσθητα. Άκουγαν την υγρασία να στάζει και ν’ αχνίζει σαν καυτερό δηλητήριο, τις πέτρες να σείονται από ανύπαρκτους αγέρηδες. Άκουσαν όμως φωνές και τουφεκιές ξοπίσω τους, απ’ τη μεριά του χωριού, και χώθηκαν βαθύτερα στα δέντρα, μέσα στα σουβλερά κλαδιά, πατώντας σε φύλλα που τυλίγονταν πεινασμένα γύρω από τις ακάλυπτες σάρκες των ποδιών τους.

Πάνω που το κουράγιο πήρε να σώνεται, οι χωριανοί είδαν κάτι πελώριο να περνάει πλάι τους έρποντας στον ανήφορο – ήταν ένα φίδι όμοιο μ’ αυτό απ’ τη βρύση του χωριού, μεγάλο σαν ανοιξιάτικος χείμαρρος, το στοιχειό του τόπου ολοζώντανο μπροστά τους. Κινούταν αργά σαν να ‘θελε να το ακολουθήσουν.

Η διαδρομή που τους οδήγησε το ερπετό ήταν όλο στροφές και κουλούρες, μια φιδίσια στράτα που έφερε ζαλάδα στους ανθρώπους κι ένα παράξενο σφύριγμα στ’ αυτιά τους καλύπτοντας τις οργισμένες φωνές των στρατιωτών – είχαν βρει το χωριό αδειανό και τώρα χιμούσαν μες στα δέντρα αναζητώντας τη λεία τους.

Το τεράστιο φίδι οδήγησε τους χωριανούς σ’ ένα ξέφωτο γεμάτο σπασμένους βράχους όλο γωνίες και βρύα που φωσφόριζαν μέσα στη νύχτα, πριν χωθεί με παράδοξο τρόπο σε μια τρύπα που μήτε παιδί δεν χώραγε. Οι άνθρωποι σύρθηκαν, κρύφτηκαν όπως μπορούσαν ανάμεσα στα λιθάρια περιμένοντας τον χαμό τους.

Όμως εκεί, πεσμένοι στη γη, το σφύριγμα στ’ αυτιά τους κάλυψε τα πάντα – τους έκανε να πιστέψουν πως ήταν φίδια μέχρι που σύρθηκαν δίχως φόβο μέσα στα δέντρα.

Εκείνο το βράδυ οι φωνές των στρατιωτών έγιναν κραυγές τρόμου που έκοβαν το αίμα. Ανάμεσα απ’ τα δέντρα έρρεαν ουρλιαχτά πόνου, ήχοι από δυσοίωνα κουλουριάσματα κι από κόκαλα που έσπαγαν. Αίμα έσταζε πάνω σε πεινασμένες ρίζες, σάρκες ακούγονταν να καίγονται από δριμύ φαρμάκι. Τ’ άστρα αγριεύτηκαν κι έκαναν γοργοπόδαρα σύννεφα να σηκωθούν απ’ τις γύρω βουνοκορφές ώστε να κρύψουν όσα γίνονταν εκείνο το βράδυ στον λόγγο των ερπετών.

Έκτοτε το μονοπάτι που χάραξαν τα πόδια του χωριού ακολουθώντας το πελώριο ερπετό φανερώνεται μια νύχτα κάθε χρόνο. Κάτω απ’ την πρώτη σελήνη του Απρίλη το χωριό επαναλαμβάνει μέχρι σήμερα την πορεία εκείνης της νύχτας – είναι η μόνη ασφαλής στιγμή για να πατήσει ποδάρι ανθρώπου στην πλαγιά των ερπετών. Καθώς οι χωριανοί βαδίζουν στην στράτα βλέπουν μέσα στα δέντρα κρεμασμένα σουλούπια αντρών κι ακούν τις πνιχτές κραυγές τους, που θαρρείς είναι πλέον δεμένες πάνω στον πυκνό λόγγο. Οι χωριανοί φτάνουν ως το ξέφωτο, αφήνουν γάλα, ψωμί και μια κατσίκα πλάι στην τρύπα όπου είχε χαθεί το ερπετό. Έπειτα πέφτουν κατάχαμα κι ο ουρανός κλείνει τα μάτια του ως το πρωί.